Με διπλό κλικ οπουδήποτε στην σελίδα επιστρέφεται στην αρχή

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

 

Μετά τις Καλλιστρήνες, τους καλικάντζαρους και τα παραδοσιακά αντιπαριώτικα κάλαντα σειρά έχουν τώρα τα παραδοσιακά τραγούδια και οι ρίμες για την Αποκριά.
Στο τρίτο αυτό μέρος της εργασίας για την περιβαλλοντική εκπαίδευση ένα ακόμη τμήμα της προφορικής παράδοσης του νησιού μας, ξεχασμένο εδώ και πολλά χρόνια, έρχεται να μας θυμίσει άλλες εποχές.
Για τη διεκπεραίωση της συγκεκριμένης εργασίας μας χρειαστήκαμε τη βοήθεια και τη συνεργασία κάποιων ανθρώπων. Ευχαριστούμε, λοιπόν, τη δασκάλα του χορευτικού συγκροτήματος Αντιπάρου, κ. Σταματίνα Ξιάρχου για τις πληροφορίες που μας πρόσφερε σχετικά με τον αποκριάτικο χορό «αγέρανο», την κάτοικο Αντιπάρου κ. Μαρουσώ Φαρούπου, η οποία δίδαξε στα παιδιά της περιβαλλοντικής ομάδας τους σκοπούς αποκριάτικων τραγουδιών, καθώς και τον κ. Βασιλόπουλο Γιάννη για τη σημαντική βοήθειά του στη δημιουργία του παρόντος εντύπου.
Οφείλουμε να τονίσουμε τη συγκινητική ανταπόκριση των κατοίκων του νησιού μας στη συλλογή του υλικού. Τα αποκριάτικα τραγούδια και οι ρίμες που περιέχονται στο έντυπο αυτό απαγγέλθηκαν ή τραγουδήθηκαν από τους παρακάτω:

Βιάζη Ανθούλα, Πατέλη Αγγελική, Βιάζης Πέτρος, Ρούσσου Άννα, Μαρινάτος Αναστάσιος, Σπανού Μαρία, Μαρινάτου Πηγή, Τριαντάφυλλος Γεώργιος, Μωράκης Μανόλης, Τριαντάφυλλος Γιάννης, Παλαιολόγος Θεόδωρος, Τριανταφύλλου Άννα, Φαρούπου Μαρουσώ και Φιλολία Μαρίκα.

Η περιβαλλοντική ομάδα του σχολείου μας αποτελείται από τους μαθητές της Ε΄ και της Στ΄ τάξης.

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

 

Τις Αποκριές στην Αντίπαρο οι οικογένειες μαζεύονταν σ’ ένα σπίτι. Η κάθε νοικοκυρά μαγείρευε στο σπίτι της συνήθως κρέας κοκκινιστό με μακαρόνια. Η γιορτή διαρκούσε από την πρώτη Κυριακή της Αποκριάς (Τελώνη και Φαρισαίου) μέχρι την Καθαρή Δευτέρα. Τα παιδιά και οι γυναίκες έμεναν όλες τις ημέρες στο σπίτι του γλεντιού και οι άντρες πηγαινοέρχονταν στις δουλειές τους.
Όλες αυτές τις μέρες έτρωγαν μαζί, τραγουδούσαν και χόρευαν τον αποκριάτικο χορό, τον αγέρανο. (Ο αγέρανος είναι αναβίωση του μεικτού χορού της αρχαιότητας, «γεράνου», που ο Πλούταρχος, στο βίο του Θησέα, αναφέρει ότι πρόκειται για κυκλικό χορό νέων, που μιμούνταν τις κινήσεις των γερανών ή σύμφωνα με άλλη άποψη, τις πολύπλοκες στροφές του λαβύρινθου της Κρήτης και ότι πρώτος ο Θησέας τον χόρεψε με τους νέους που είχαν σωθεί με αυτόν από το μινώταυρο.)
Τα τραγούδια που έλεγαν χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: τα κωμικά και περιπαιχτικά που τα τραγουδούσαν , όταν τους επισκέπτονταν μασκαράδες και τις «ρίμες», τα καθιστικά δηλ. τραγούδια που συνήθως είχαν δραματικό περιεχόμενο.
Τα Σαββατοκύριακα και την Τσικνοπέμπτη ντυνόντουσαν με αστείες μασκαριές και πήγαιναν από το ένα σπίτι στο άλλο. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν τα γνωστά ραβιόλια
[(τα) ραβιόλια: αποκριάτικο σπιτικό γλυκό φτιαγμένο με γλυκιά μυζήθρα.] και μερικές φορές έβαζαν στη γέμιση αντί για μυζήθρα βαμβάκι ή πιπέρι και... αλίμονο σ’ αυτόν που θα το έτρωγε!
Το βράδυ της τελευταίας Κυριακής (Τυρινής) έβραζαν ένα αυγό σφιχτό, το έδεναν μ’ ένα σπάγκο πάνω από τα δοκάρια του ταβανιού και το γύριζαν γύρω γύρω πάνω από το τραπέζι. Οι «αποκριώτες» έβαζαν τα χέρια πίσω και προσπαθούσαν να το πιάσουν με το στόμα, για να «βουλώσουν» το στόμα τους με αυγό και να το ανοίξουν πια το Πάσχα πάλι με αυγό.

ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

 

Στην ενότητα αυτή τα περιπαιχτικά, κωμικά τραγούδια που αντάλλασσαν οι «αποκριώτες» με τους μασκαράδες, καθώς και τα χορευτικά. Πολλά από τα τραγούδια αυτά είναι χωρίς τίτλο.

 

 

Εγώ ‘λεγα να μην το πω, μα πάλι θα τ’ αρχίσω
και την καλή παρέα μου να την ευχαριστήσω.
Τραγουδάω, τραγουδάω την παρέα μου γλεντάω.
Χορέψετε, χορέψετε, παπούτσια μη λυπάστε,
μα κείνα ξεκουράζονται τη νύχτα, που κοιμάστε.
Τούτ’ τη γης την έχω σκάψει μ’ ασημένιο αξινάκι.
Δώστε του χορού να πάει, τούτη η γη θε να μας φάει.
Τούτη η γη, που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε.
Τούτη η γη με τα λουλούδια τρώει νιους και κοπελούδια.
Ας τραγουδήσω κι ας χαρώ, ας παίζω κι ας γελάσω,
τα νιάτα δεν πουλιούνται πια, να τα ξαναγοράσω.
Παναγιά μου, Παναγιά μου, θάρρος και παρηγοριά μου.
Σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό τα ράφια είν’ ασημένια,
του χρόνου να ξανάρχομαι, να ‘ναι μαλαματένια.
Παναγιά μου δώσ’ του, δώσ’ του ό,τι βάζει ο λογισμός του.
Ας τραγουδήσω κι ας χαρώ, του χρόνου ποιος το ξέρει
αν θα πεθάνω ή θα ζω ή θα ‘μαι σ’ άλλα μέρη.
Παναγιά μου και Χριστέ μου, φύλαγε το μενεξέ μου.
Άρχισε, γλώσσα μ’, άρχισε τραγούδια ν’ αραδιάζεις
και την καλή παρέα μας να τη διασκεδάζεις.
Είχα τραγούδια να σας πω ένα σακί γεμάτο,
μα ξεκωλώθη το σακί και πέσαν όλα κάτω.

Ένα ωραίο παλικάρι όμορφο σαν το φεγγάρι
το κατήντησε η αγάπη τρία χρόνια στο κρεβάτι.
Κι οι γονείς του δεν το ξέραν, χίλιους δυο γιατρούς εφέραν.
Λέει ο νιος απ’ το κρεβάτι: -Σύρτε, φέρτε την αγάπη.
Κι η αγάπη πάει στην πόρτα και ο νέος πήρε βόρτα
κι η αγάπη πάει κοντά του, βλέπει ο νέος την υγειά του.

 

 

Ο ντροπαλός

-Μάνα, μια κόρη αγαπώ και ντρέπουμαι να της το πω.
Σύρε, μάνα μου, πες της το, κρυφά κουβέντιασέ της το.
-Μετά χαράς σου, γιόκα μου, να πάρω και τη ρόκα μου.

Φεύγει και πάει για προξενιά, βρίσκει την κόρη και κεντά.
-Ώρα καλή σου, λυγερή. -Καλώς τη μάνα την καλή.
-Κόρη μου, ο γιος μου σ’ αγαπεί, μα ντρέπεται να σου το πει.

-Σαν μ’ αγαπά και ντρέπεται, στο σπίτι μας γιατί έρχεται;
Πες του να έρθει το πρωί, να πιούμε τον καφέ μαζί.
Πες του να έρθει στις εννιά και να μου φέρει προξενιά.

Όταν ήμουνα δώδεκα χρονών κοράσι,
μικρό κι ανήλικο καλέ, δεν ήξερα απ’ αγάπη.
Ήμουνα μικρό, μικρό ξεμυαλισμένο
και στο παραθυράκι μου ήμουν ακουμπισμένο.
Μάνα μου, ένας νιος περνά απ’ τη γειτονιά μου
και τις γειτόνισσες ρωτά πώς λένε τ’ όνομά μου.
Του διαβόλου ο γιος περνά, ξαναπερνάει,
μου μιλά, δεν του μιλώ, με διπλοχαιρετάει.
Έτσι μου ‘ρχεται, καλέ, μα τη ζωή μου,
ράσα για να πάω να βρω, να ντύσω το κορμί μου.
Ράσα για να βρω, να πάω να γονατίσω
και στο παραθυράκι μου να μην ξαναπατήσω.
Μία Κυριακή, που ‘μουνα στο κελί μου,
άκουσα και τραγούδαγε απ’ έξω το πουλί μου.
Κάνω για να βγω το πρώτο σκαλοπάτι
και βλέπω την αγάπη μου και μου ‘κλεινε το μάτι.
-Σύρτε, ράσα μου, σύρτε στο μοναστήρι,
δεν απαρνιέμαι εγώ ποτέ πόρτα και παραθύρι.

Καλώς ήρθαν τα σύννεφα

Χίλια καλώς ορίσατε, φίλοι μου αγαπημένοι,
του χρόνου να ‘σαστε καλά και καλοκαρδισμένοι.

Να ‘μουνα στη γη βελόνα και στο χέρι σου αρρεβώνα.

Χίλια καλώς ορίσατε, χίλια και δυο χιλιάδες
οι κάμποι με τα λούλουδα και με τις πρασινάδες.

Να ‘μουνα στη γη χαλίκι και στ’ αυτί σου σκουλαρίκι.

Ο μπροστινός, οπού τραβά, τα ξέρει τα τραγούδια,
γιατί είναι το κορμάκι του μπαξές με τα λουλούδια.

Μπροστινέ μου, μπροστινέ μου, όμορφε μελαχρινέ μου.

Του μπροστινού πρέπει σανός, του δεύτερου κριθάρι,
του τρίτου και του τέταρτου τους πρέπει το σαμάρι.

Μπροστινέ, που παίρνεις βόλτες, να σε δω να κλέβεις κότες.

Του μπροστινού πρέπει σπαθί, του δεύτερου κορώνα,
του τρίτου και του τέταρτου τους πρέπει για αρραβώνα.

Παναγιά μου, Παναγιά μου, θάρρος και παρηγοριά μου.

Καλώς ήρθαν τα σύννεφα και φέραν τον αγέρα
και φέραν τους μασκάρους μας μέσα στα δυο μας χέρια.

Παναγιά μου, δώσ’ τους χρόνια σαν της λεμονιάς τα κλώνια.

Είχα καρδιά, που ‘ταν μπαξές ως είδος περιβόλι.
Είχε διάφορους καρπούς και τη ζηλεύαν όλοι.

Είχε διάφορους καρπούς και καθαρόν αέρα.
Είχε νερά τρεχούμενα, που τρέχαν νύχτα μέρα.

Ο Έρωτας σαν τ’ άκουσε, περίεργο του εφάνη
και τα κλειδιά μου ζήτησε, να κάνει ένα σεργιάνι.

Αφού αποσεργιάνισε, εστάθηκε και λέει:
-Αυτή η καρδιά, που χαίρεται, θα ‘ρθει καιρός, να κλαίει.

 

Τώρα τις Αποκριές χορεύουνε γριές και νιες
και την Καθαρή Δευτέρα δώσ’ του φουστανιού αέρα.

Χορεύτε νιες, χορεύτε νιοι, χορεύτε παλικάρια
κι εγώ του χάρου του ‘βαλα σίδερα στα ποδάρια.

Ελάτε να χορέψουμε κι όλοι να χαρούμε,
γιατί τα νιάτα φεύγουνε, δε θα τα ξαναβρούμε.

Από πάνω απ’ τη βλαχιά κατεβαίνει ένας πασάς
κι έβαλε διαλελημό να παντρεύονται οι γριές,
χήρες και καλογριές.

Όσες γριές τ’ ακούσανε τρέχανε και γλακούσανε.
Μια γριά, πολύ γριά δεν μπορούσε να γλακά
και φώναζε από μακριά:

-Αφήστε μου και μένα δυο, ένα γέρο κι ένα νιό
το γέρο για το γάτι και το νιό για το κρεβάτι.

Η νεραντζούλα

Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι,
κάτω στο γιαλό, κοντή νεραντζούλα φουντωτή,

πλέναν Χιώτισσες, πλέναν παπαδοπούλες,
πλέναν Χιώτισσες, κοντή νεραντζούλα φουντωτή.

Και μια Χιώτισσα, μικρή παπαδοπούλα,
και μια Χιώτισσα, κοντή νεραντζούλα φουντωτή,

έπλενε, άπλωνε και με τον ήλιο παίζει.
Έπλενε, άπλωνε, κοντή νεραντζούλα φουντωτή.

Φύσηξε βοριάς, μαΐστρος, τραμουντάνα.
Φύσηξε βοριάς, κοντή νεραντζούλα φουντωτή,

και της σήκωσε το ποδοφούστανό της.
Και της σήκωσε, κοντή νεραντζούλα φουντωτή,

και της φάνηκε ο ποδοστράγαλός της.
Και της φάνηκε, κοντή νεραντζούλα φουντωτή.

 

 

Το λεμονάκι

Λεμονάκι μυρωδάτο κι από περιβόλι αφράτο,
μην παραμυρίζεις τόσο και με κάνεις και νυχτώσω.

Κι αν νυχτώσεις, παλικάρι, κάτσε να ‘βγει το φεγγάρι,
να σε δω, να σου μιλήσω, να σε διπλοχαιρετήσω.

 

 

Τα μαύρα μάτια

Είδα απόψε, γαλανά, γλυκά, μαύρα μου μάτια,
είδα απόψε στο όνειρό μου,
είδα απόψε στο όνειρό μου
μαύρα μάτια στο πλευρό μου.

Και ξυπνώ, γαλανά, γλυκά, μαύρα μου μάτια,
και ξυπνώ και δεν τα βρίσκω,
και ξυπνώ και δεν τα βρίσκω,
μου ‘ρχεται ν’ αυτοκτονήσω.

Με τα ρούχα μου, γαλανά, γλυκά, μαύρα μου μάτια,
με τα ρούχα μου μαλώνω,
με τα ρούχα μου μαλώνω,
τα σκίζω, τα μπαλώνω.

-Ρούχα μου, γαλανά, γλυκά, μαύρα μου μάτια,
ρούχα μου, παλιά μου ρούχα,
ρούχα μου, παλιά μου ρούχα,
πούν’ τα μαύρα μάτια που ‘χα;

-Νάτα που, γαλανά, γλυκά, μαύρα μου μάτια,
νάτα που ‘ρχονται από πέρα,
νάτα που ‘ρχονται από πέρα
με γαρίφαλα στα χέρια.

Η Λενιώ

Ξεράθηκαν τα γιασεμιά, μαράθηκαν τα χόρτα
μπρος στης Λενιώς την πόρτα.
Και η Λενιώ καθότανε στην άκρη στο ποτάμι
μ’ ένα κόκκινο φουστάνι.

Λενιώ, το Γιώργο πιάσανε και παν να τον ξετάσουνε
και να τον βαριοδικάσουνε.
Δεν τον δικάζουν εξάμηνο ούτε μήνα ούτε χρόνο,
γιατί έκανε το φόνο,

μόν’ τον δικάζουνε επί ζωής.

Μωρέ Λενιώ, τι θα γενείς;
-Όσα κι αν έχει η τσέπη μου όλα αυτά θε να τα δώσω
και το Γιώργο θα γλιτώσω.
Θα πουλήσω και τ’ αμπέλι για το Γιώργο το λεβέντη.

Και το σπίτι μου αμανάτι

για του Γιώργου την αγάπη.
Κι αν δε φτάσουν όλα αυτά,

παν και τα έρημα προικιά.
Ό,τι έχω θα ξοδέψω

και το Γιώργο θα κερδέψω.

Εμπάτε κορίτσια στο χορό

τώρα, που έχετε καιρό,
αύριο θα παντρευτείτε,

μες στα βάσανα θα μπείτε.

Δε θα σας ‘φήνει ο άντρας σας

να πάτε εις τη μάνα σας.
Δε θα σας ‘φήνουν τα παιδιά

να πάτε εις την εκκλησιά.


Δε θα σας ‘φήνει η πεθερά

να πάτε όπου είναι η χαρά.
Δε θα σας ‘φήνει ο πεθερός

να πάτε όπου ‘ναι ο χορός.

-Τους άντρες τους μεθύζουμε

και τους αποκοιμίζουμε
και τα παιδιά τα δέρνουμε

και στο σχολειό τα στέλνουμε.
 

Την πεθερά και πεθερό

τους κάνω ό,τι θέλω εγώ.

Η μηλιά (1)

Δούλεψα ένα καλοκαίρι

κάτω στης Κορφιάς τα μέρη
κι είδα μια Κορφιοτοπούλα

έμορφη κι αρχοντοπούλα.

Είχε τα μαλλιά μετάξι,

κεντημένα με την τάξη.
Είχε χείλη κοραλλένια,

δόντια μαργαριταρένια.

Φέτος το καλοκαιράκι

κυνηγούσα ένα πουλάκι.
Κυνηγούσα, λαχταρούσα,

να το πιάσω δεν μπορούσα.

Έστησα τα ξόβεργά μου

να ‘ρθει το πουλί κοντά μου.
Από την πολλή χαρά μου

έφυγε απ’ την αγκαλιά μου.

Έτσι μου ‘ρθε να πετάξω

και τον ουρανό να φτάσω,
άγγελο να κατεβάσω

και τη θάλασσα ν’ αδειάσω,
να την κάμω περιβόλι,

για να τη ζηλεύουν όλοι.

Περιβόλι βεργωμένο,

μαργαριταροσπαρμένο,
που ‘χει γύρω γύρω αλτάνες

και στη μέση μαντζουράνες.
Έχει μια μηλιά στη μέση,

που βεργολογά να πέσει.

Τη Δευτέρα τη φυτεύω

και την Τρίτη την κλαδεύω,
την Τετάρτη βγάζει φύλλα

και την Πέμπτη κόβω μήλα,
την Παρασκευή το βράδυ

πάει ο κλέφτης να τα πάρει.

-Κλέφτη, μην κλέβεις τα μήλα,

 μην κορφολογάς τα φύλλα,
τα ‘χει ο αφέντης μετρημένα,

στο τεφτέρι του γραμμένα.

Η μηλιά (2)

Όταν ήμουν του καιρού μου,

είχα κατιτί στο νου μου,
μια μηλιά να πα’ να κλέψω

και να πα’ να τη φυτέψω.

Κυριακή πρωί την κλέβω,

τη Δευτέρα τη φυτεύω
και την Τρίτη την ποτίζω.

Την Τετάρτη τη σκαλίζω

και την Πέμπτη βγάζει φύλλα,

την Παρασκευή τα μήλα,
το Σαββάτο την τινάζω,

στο μαντίλι μου τα βάζω,

Κυριακή πρωί τα πάω

σε δυο μάτια που αγαπάω.

 

 

 

 

 

 

Η αγάπη

Πάνε τώρα δύο χρόνοι,

που ‘χω βάσανα και πόνοι.
Αγαπώ ένα χελιδόνι

κι η μανούλα του μαλώνει.
 

Το μαλώνει και το βρίζει

την καρδούλα μου ραΐζει.

Θα πεθάνω απ’ τον καημό του,

θάν’ το κρίμα στο λαιμό του.
Και στον τάφο μου επάνω

γράφτε, όταν θα πεθάνω,


γράφτε γράμματα να λένε,

να διαβάζουν και να κλαίνε:
Τούτη η νια που ‘ναι θαμμένη

απ’ αγάπη είναι η καημένη.

 

Μικρό αρραβωνιασμένο μου

Εγώ μια κόρη αγάπησα

και κανενούς δεν άκουσα,
ούτε μάνα, ούτε πατέρα,

ούτε συγγενείς, κανένα.

 
Πήγα την αρραβώνιασα,

διαμάντια της εφόρεσα,
μα οι γειτόνισσες κακές,

ζηλόφθονες και φθονερές,
παν της λένε «δε σε θέλει»,

κόρη κάθεται και κλαίει.


-Τι έχεις χαϊδεμένο μου,

μικρό αρραβωνιασμένο μου;
-Τι να πω, τι να μιλήσω;

Πάρ’ την αρραβώνα πίσω.

Ποιος σ’ το ‘πε χαϊδεμένο μου,

μικρό αρραβωνιασμένο μου;
-Επέρασα απ’ τη γειτονιά

και μου ‘παν πως δε μ’ αγαπάς

και σ’ άλλη πρόκειται να πας.

 
-Αν σ’ το ‘πε ο ήλιος, να μη βγει,

τ’ άστρο να μη φανερωθεί.

Αν σ’ το ‘πανε στην εκκλησιά,

κερί να μην ανάψω πια.


Αν σ’ το ‘πανε στη γειτονιά,

να μην ξαναπεράσω πια.

-Μου το ‘πε τ’ αρχοντόπουλο,

τ’ όμορφο διαβολόπουλο.


-Χήρα να δω τη μάνα του,

στα μαύρα την κουνιάδα του
κι αυτόν το νιο στα σίδερα,

που με παιδεύει σήμερα.


Εγώ εσένα αγαπώ

κι άλλη δεν πρόκειται να δω.

Η πέρδικα

Μια πέρδικα καυχήσθηκε σ’ ανατολή και δύση
πως δεν εβρέθη κυνηγός, να τηνε κυνηγήσει.
 

Στήνει τα δίχτυα στα βουνά, τα ξώβεργα στη δύση,
το δίχτυ το μεταξωτό μες του πασά τη βρύση.
 

Πάει η πέρδικα να πιει νερό και πιάνεται απ’ τη μύτη.
-Αλαφροπιάσ’ με, κυνηγέ, κάνε μου αυτή τη χάρη.
 

Και με το αλαφρόπιασμα η πέρδικα πετάει.
 

-Κρίμα σ’ εσένα, κυνηγέ, που μου ‘κανες τη χάρη
κι άφησες τέτοια πέρδικα άλλος να τηνε πάρει.

Η κοκκινοφορεμένη

Μια κοκκινοφορεμένη

την καρδιά μου έχει καμένη.
Δεν μπορώ να τη γελάσω

το χεράκι της, να πιάσω.


Και μ’ αρμήνεψε μια θεια της,

μια πρωτοσυγγένισσά της:
-Στο χορό είναι και χορεύει,

σύρε, πιάσ’ την απ’ το χέρι.


Κι αν τη δεις και κοκκινήσει,

ξέρε το θα σ’ αγαπήσει.
Αν τη δεις και πάρει πέρα,

πήρε ο νους της άλλ’ αέρα.
Αν τη δεις κι έρθει κοντά σου,

ξέρε το θα ‘ναι δικιά σου.

Ο αριστοκράτης

Ακούσατέ με να σας πω κι εγώ τον έρωτά μου:
αγάπησα μοναχογιό κρυφά απ’ τη μαμά μου.
Δυο χρόνια μεγαλύτερος, μου ‘καψε την καρδιά μου.

Τώρα κι εγώ τον έριξα το νου μου στην αγάπη,
σ’ ένα ψηλό μελαχρινό, σ’ έναν αριστοκράτη.

Είναι ψηλός στ’ ανάστημα και φυσικά ωραίος,
έχει και προτερήματα, δεν τα ‘χει άλλος νέος.

Τέσσερα προτερήματα έχει όλο του το σώμα:
μάτια και φρύδια και μαλλιά και δαχτυλίδι στόμα.

Από το σήμερα κι εξής θε να αριστοκρατήσω,
θε να γίνω αριστοκράτισσα, ίσως και τον κερδίσω.

Κοριτσάκια του καιρού

Κοριτσάκια του καιρού σας,

βάλετε μυαλό στο νου σας,
γιατί οι άντρες είναι πλάνοι

και δε βάζουνε στεφάνι
κι όλο πονηριές σας κάνει.
* * *
Τρεις καλές αρχόντισσες,

έμορφες γειτόνισσες
στην ταβέρνα παν να πιούνε

και τον ταβερνιάρη να δούνε:

-Βρε καλέ μας ταβερνιάρη,

βάλε μας ένα κατοστάρι,
βάλε μας και τη μισή

κι έλα κάθισε κι εσύ,
να τα πούμε, να τα πιούμε

και τον πόνο μας να πούμε.
* * *
Τώρα εβρήκα τον καιρό

γυναίκα για να πάρω,
στο έρημό μου το μυαλό

σκοτούρα για να βάλω.

Το πρωινό της ήτανε

ένα καντάρι σύκα,
το μεσημέρι ένα αρνί,

το βράδυ μια κατσίκα.

Αν πείτε για την προκοπή,

ήτανε προκομμένη•
να μη μου τη ματιάσετε,

την τρισκαταραμένη.

Πάντα στην πρώτη του Μαρτιού

έβαζε την μπουγάδα
και την ετελείωνε

τη Μεγαλοβδομάδα.
* * *
Της τύχης μου ήτανε γραφτό

να πάρω το χωριάτη,
να βγάζει τα παπούτσια του

απάνω στο κρεβάτι.
 

Σιγά, χωριάτη μου, σιγά,

γιατί είναι τα στρίποδα παλιά,
θα σπάσει το κρεβάτι.
* * *
Άσπρη είσαι σαν το γιασεμί,

κόκκινη σαν το ρόδι,
ο φίλος μου με έβαλε

να σου το πω τραγούδι.


Άσπρη, στρογγυλοπρόσωπη,

ελιά έχεις στο λαιμό σου,
ωραίο τον εδιάλεξες

τον αγαπητικό σου.


Άσπρη σαν το γιασεμί,

κόκκινη σαν τον άρτο,
το μάγουλό σου, όταν γελάς,

στη μέση κάνει λάκκο.
* * *
Πρώτη αρχή του έρωτα

ήταν ένα μπουκέτο
 

κι ο Έρωτας μου το ‘δωσε

και μου ‘πε «μύρισέ το».


Κι εγώ το εμυρίστηκα,

το ‘βαλα στην καρδιά μου
και κείνο περικύκλωσε

γύρο τα σωθικά μου.

 
Έκανα «Βαχ!», έκανα «Αχ!»,

για να το ξεριζώσω,
 

για να το βγάλω απ’ την καρδιά

 κι εσένα να σ’ το δώσω.
* * *
Κάτω στην Αγια-Βαρβάρα

σφάξανε μια αγελάδα.
Πάω και παίρνω την κεφάλα

και τη βάζω στην τσουκάλα.


Να και μου ‘ρχεται ένας φίλος,

της γειτόνισσας ο σκύλος
και μ’ αρπάζει την κεφάλα

και μου σπάζει την τσουκάλα.

Οι κακές κουνιάδες

Είχα τρεις κακές κουνιάδες,

του αντρός μου οι αδερφάδες
και με λέγανε ντεμπέλα,

γιατί δεν έπλεκα δαντέλα.

Μα εγώ για την παινή τους

έγινα καλύτερή τους.
Σ’ ένα χρόνο, σ’ ένα μήνα

έπλεξα ένα αδράχτι νήμα
και έκανα του αντρός μου βράκα

και του γιου μου μία σάκα.

Κακό χράχουν για δουλειές,

τα κουβάρια κι οι κλωστές,
να ‘χω ‘γω ζουρλό κεφάλι,

να δουλεύω να ‘βρουν άλλοι.

 

Έμαθα κείνη π’ αγαπάς,

την ξέρω, τη γνωρίζω,
την είχα φιλενάδα μου

και σου τηνε χαρίζω.


Την είχα φιλενάδα μου,

την είχα συμβουλή μου
κι αυτή εκαταδέχτηκε

να πάρει το πουλί μου.

Δε θέλω να την αρνηθείς,

για ν΄ αγαπάς εμένα,
αγάπα την, διπρόσωπε,

κι έχει ο Θεός για μένα.

 
Αγάπα την, διπρόσωπε,

κι εγώ δε σε μαλώνω
κι αν έχεις ευχαρίστηση,

εγώ σε στεφανώνω.

 

Κυνηγός που κυνηγούσε

μες στα δάση μια φορά
έτυχε να συναντήσει

μια μικρή καλογραιά.

-Καλογραία μου, της λέει,

 τ’ όνομα σου επιθυμώ,
τ’ όνομά σου ας το μάθω

κι ας με δεις στη γης νεκρό.

-Τ’ όνομά μου δε σ’ το λέω,

γιατί θα με λυπηθείς,
γιατί εσύ ήσουν η αιτία,

καλογραία να με δεις.

-Έλα, πάτησε τον όρκο

και παντρέψου με μια βραδιά,
πάρε με, τον κυνηγάρη,

που σ’ αγάπησε τρελά.

-Πώς τον όρκο να πατήσω,

το Θεό μου ν’ αρνηθώ,
που έχω τώρα δύο χρόνια

εδώ μέσα που ασκητώ;

 

Δίστιχα
 

Τούτες οι μέρες το ‘χουνε τούτες οι εβδομάδες,
να τραγουδάνε τα παιδιά, να χαίρονται οι μανάδες.

Τώρα τις Αποκριές χορεύουν οι γέροι κι οι γριές
και την Καθαρή Δευτέρα παίρνουν τα βιολιά αέρα.

Πού μ’ ήξερες, πού σ’ ήξερα, πού μ’ είδες, πού σε είδα
και μπέρδεψε η αγάπη μας ωσάν την αλυσίδα;

Όταν περνάς με φίλους σου, γνεψίματα δε θέλω.
Στραβά το καπελάκι σου κι εγώ καταλαβαίνω.

 

Πουλί μου, στην αγάπη μας μη βάζεις δικηγόρο.
Μονάχα από τα χείλη σου ένα σίγουρο λόγο.

Πέρασα, ξαναπέρασα από τη γειτονιά σου
κι άκουσα και σε μάλωνε για μένα η μαμά σου.

Η μάνα σου μου τα ‘δωσε τα μήλα στο μαντίλι
και μου ‘δωσε παραγγελιά να σε φιλώ στα χείλη.

Η μάνα σου η πονηρή που σε κλειδώνει μοναχή,
πού να ‘βρω το κλειδί, για να ‘ρθω να σ’ ανοίξω.

Κάτω στο γιαλό στην άμμο

καλογέροι κάναν γάμο,
καλογέροι και παπάδες

μαζευτήκαν δυο χιλιάδες.

Κι ένας διάκος ο καημένος

ήταν παραπονεμένος.
Σήκω, διάκο, να χορέψεις

κι όποιαν θέλεις να διαλέξεις.

Κι αν διαλέξεις κοριτσάκι,

θα ‘ναι σαν περιστεράκι,
κι αν διαλέξεις παντρεμένη,

θα ‘ ναι καλομαθημένη,
κι αν διαλέξεις καμιά χήρα,

ψυχικό στην κακομοίρα.
* * *

Μηλίτσα, που ‘σαι στο γκρεμνό,

στα μήλα φορτωμένη,
τα μήλα σου λιμπίστηκα

και το γκρεμνό φοβάμαι.
-Όταν φοβάσαι τον γκρεμνό,

σύρε στο μονοπάτι.

Το μονοπάτι μ’ έβγαλε

σ’ ένα ερημοκλήσι,
που ‘χει σαράντα μνήματα,

αδέρφια και ξαδέρφια.

 

Μα ένα μνήμα παράμνημα

ξεχωριστό από τ’ άλλα
δεν το ‘δα και το πάτησα

επάνω στο κεφάλι.

-Τι έχεις μνήμα και βογκάς

και βαριαναστενάζεις;
Μην είν’ το χώμα σου βαρύ,

η πλάκα σου μεγάλη;

-Ούτε το χώμα μου βαρύ

κι η πλάκα μου μεγάλη.
Δε με ‘δες και με πάτησες

επάνω στο κεφάλι.

 

Η Βαγγελιώ

 

Κουκί πιπέρι έσπερνα

μπρος στης Βαγγελιώς τ’ αχείλι,
δυόσμε μου και καριοφίλι.

Ανάρια ανάρια το ‘σπερνα,

για να μην πυκνοφυτρώσει
και τους νέους φαρμακώσει.

Μα εκείνο πυκνοφύτρωσε

κι έγινε δεντρί μεγάλο,
που στον κόσμο δεν είν’ άλλο.

Κι η Βαγγελιώ καθότανε

στο άλογο καβάλα,
μαύρα μάτια και μεγάλα.

Κι η μάνα της της φώναζε:

-Φύγε, Βαγγελιώ, απ’ τον ήλιο,
ροδοκόκκινό μου μήλο.

Έννοια σου, μάνα μ’, έννοια σου,

απ’ τον ήλιο μαύρη είμαι
κι από το Θεό χλωμή είμαι,

ροδοκόκκινη δεν είμαι.

 

Η καλή νοικοκυρά

Πώς να μη σε πω καλή κυρά,

που ‘σαι μια καλή νοικοκυρά,
που ‘χεις δυο ζευγάρια κότες

και γυρνάν σε ξένες πόρτες;
* * *
Παντρεύεται η αγάπη μου

για πείσμα και γινάτι μου
και παίρνει τον εχθρό μου

για το πείσμα το δικό μου
 

και με καλούν και στη χαρά,

βάστα, καρδιά μου, δυνατά.
Με τι ποδάρια να σταθώ,

με τι μάτια να τους δω.

 

 

Δίστιχα

 

Ανάθεμα τη μάνα σου, γριά τη ζαρωμένη,
που δεν αφήνει μια στιγμή να είσαι στολισμένη.

Όσα άστρα έχει ο ουρανός, τόσα παιδιά να κάνεις,
τόσες φορές να παντρευτείς και χήρα να πεθάνεις.

Αν δε σου κάνω κουκουκού, αν δε σε κάνω κούκου,
να σε ρωτάει η μάνα σου: -Πού το ‘παθες ετούτο;

Βλέπεις εκείνο το βουνό, που άναψε και καίει;
Εκεί θα πάω να σκοτωθώ, αν δε σε κάνω ταίρι.

Να ‘μουν στην Κρήτη Κρητικός και στα Χανιά βεζίρης,
να ‘μουν και της αγάπης σου τέλειος νοικοκύρης.

Να ‘μουν στην Κρήτη Κρητικός και στα Χανιά γειονόμος,
να ‘μουν και στης αγάπης μου τέλειος κληρονόμος.

Η όρεξή σου άνοιξε, φά’ τα τα σύκα όλα.
Σαν πάμε στην Αντίπαρο, θα τα πληρώσεις όλα.

Επίτηδες το έκανες και μου ‘βρεξες τη μούρη,
αλλά συγνώμη σου ζητώ, μα είσαι ένα γαϊδούρι.

Μια παντρεμένη αγαπώ, ο Θεός να τη φωτίσει,
τον άντρα της ν’ απαρνηθεί κι εμένα ν’ αγαπήσει.

Αγαπώ μια παντρεμένη, όμορφη, καλοντυμένη.

Του κόσμου όλα τα καλά να τα ‘χω, δεν τα θέλω.
Ας έχει ο κόσμος τα καλά κι εγώ κείνον που θέλω.

Αμύγδαλο ετσάκισα και μέσα σε ζωγράφισα.

Ήρθε η σειρά του διπλανού να πει ένα τραγουδάκι,
να κάνει την καρδούλα μου μπαξέ, περιβολάκι.

Ψηλό κυπαρισσάκι μου, βάλε έρωτα στο νου σου,
δεν είσαι δώδεκα χρονώ, μόν’ είσαι του καιρού σου.

Τράβα το αμπροστινέ μου, έμορφε, μελαχρινέ μου.

Ο έρωτά σου μ’ έκανε, ο έρωτάς σου μ’ έχει
σαν μαραμένο γιασεμί που μυρωδιά δεν έχει.

Κάλλιο να μη σε γνώριζα απ’ την αρχή, πουλί μου,
παρά που σε ‘δα κι έβαλα μαράζι στην ψυχή μου.

Μια παντρεμένη με παιδιά θα κάμω φιλενάδα,
για να χαϊδεύω το παιδί και να φιλώ τη μάνα.

Μια παντρεμένη αγαπώ, έχει και δυο παιδάκια.
Το ‘να θα στέλνω για νερό, τ’ άλλο για ξυλαράκια.

Της παντρεμένης το φιλί είναι ξεθυμασμένο
σαν το φαΐ το χτεσινό, το ξαναζεσταμένο.

Μα τον άγιο Κωνσταντίνο,

θα σε πάρω, δε σ’ αφήνω.

Δίστιχα

 

Από την πόρτα σου περνώ και από τη γειτονιά σου,
βήχω και ξεροβήχω.
Αν δε γυρίσεις να με δεις, σου κατουρώ τον τοίχο.

Αν δεις εκείνο το βουνό, το άλλο παραπίσω,
εκεί θα πάω να σκοτωθώ, αν δε σε αποκτήσω.

Απόψε τα μεσάνυχτα δυο ώρες να ‘βγουν τ’ άστρα,
μου κλέψαν το βασιλικό με τη γυαλένια γλάστρα.

Αμ’ πεις εκείνο το βουνό που άναψε και καίει,
εκεί θα πάω να σκοτωθώ, αν δε σε κάνω ταίρι.

Σαράντα πέντε κυνηγοί το νου μου κυνηγούνε,
μα εγώ τον έχω πάνω σου κι ας παν να τονε βρούνε.

Απ’ όλα που μ’ αρέσουνε, Γιάννη μου, τα δόντια σου τ’ ανάρια,
που μπαινοβγαίνουν ποντικοί και αφήνουν μέσα κουράδια.

Μικρή μικρή σ’ αγάπησα, μεγάλη δε σε πήρα.
Να μ’ αξιώσει ο Θεός, για να σε πάρω χήρα.

Όσα άστρα έχει ο ουρανός κι όσα ο χειμώνας χιόνια,
τόσα πολλά σου εύχομαι ευτυχισμένα χρόνια.

Αν τα αστέρια του ουρανού φτάνουν τα όνειρά σου,
εύχομαι να μη βρει ποτέ την πίκρα η καρδιά σου.

Ακούμπησα σ’ ένα δεντρί να πω τα βάσανά μου.
Κατάξερο ήταν κι άνθισε από τα δάκρυά μου.

Μέσα στον κόσμο τον κακό, την τόση αδικία,
υπάρχει κάτι όμορφο, που λέγεται φιλία.

Πίνω ούζο και τσικουδιά, κρασί και με ζαλίζει,
για να ξεχάσω μια μικρή, που όλο με βασανίζει.

Βλέπεις εκείνο το βουνό, που άναψε και καίει;
Δεν είναι καπνός, δεν είναι φωτιά, μόν’ είναι νιος και κλαίει.

Απ’ όλα τ’ άστρα του ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει,
που βγαίνει τα μεσάνυχτα και όλα τα σκοτεινιάζει.

Για να περάσεις με χαρά και κέφι κάθε χρόνο,
οι βιταμίνες της καρδιάς είναι το γέλιο μόνο.

Μωρή λιγνή, μωρή ψηλή, μωρή καμαροφρύδα,
που στάζει η μύτη σου σαν παλιοπροβατίνα.

Αγάπη είχα και έχασα από την ανεμελιά μου
και τώρα τη βλέπω και περνά και καίγεται η καρδιά μου.

Είπαμε πολλά και σώνει κι ας λαλήσει κι άλλο αηδόνι.

Ευχαριστώ τη γλώσσα σου την αηδονολαλούσα,
όπου την είχαν τα πουλιά σκοπό και κελαηδούσαν.

Ευχαριστώ τη γλώσσα σου την αφρομυγδαλάτη,
που ‘ναι από μέσα κουφωτή και ζάχαρη γεμάτη.

 

ΡΙΜΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ

Στην ενότητα αυτή ανήκουν τα «καθιστικά» τραγούδια με δραματικό συνήθως περιεχόμενο.
 

Η κόρη

 

Μια κόρη αγάπα ένα νιο, αγάπα την και κείνος.
Η κόρη αγάπα τον πιστά, μα άπιστα εκείνος.
 

Μια μέρα απεφάσισεν η κόρη και του λέει:
-Καιρός να παντρευτούμε πια, να βγω απ’ την αμαρτία,
ίσως αξιωθώ κι εγώ να πάω στην εκκλησία.
 

-Δε βλέπεις τώρα που έχουμε του κόσμου τις ακρίβειες;
Άσε ν’ αλλάξουν οι καιροί και να ‘ρθουνε οι φθήνιες.
 

-Δε σου ζητώ χρυσαφικά, φουστάνια και καπέλα,
ενός ζώου τροφή ζητώ από εσένα.
 

-Αυτά να λες τώρα εσύ, ώσπου να δεις στεφάνι
κι ύστερα θα μου ζητάς ειδών ειδών φουστάνι.
 

-Να ξέρεις θα φαρμακωθώ και θα ‘χεις αμαρτία.
 

-Αν το θέλεις, κάμε το. Δεν είμαι εγώ η αιτία.

Άνοιξε την πόρτα της και βλέπει ένα παιδάκι
Και το ‘στειλε και αγόρασε το πιο πικρό φαρμάκι.


Στην κάμαρα κλειδώθηκε με πόνο και λαχτάρα.
Το ‘πινε η κόρη, το ‘πινε σαν να ‘τανε σουμάδα.

Ο ναύτης (1)
 

Ο ναύτης μας ψυχομαχεί στου καραβιού την πλώρη,
δεν έχει μάνα να τον κλαίει, κύρη
να τον λυπάται,
ούτ’ αδερφό ούτ’ αδερφή να τον ψυχοπονάται.

Τον κλαίει η νύχτα κι η αυγή, τον κλαίει κι ο καπετάνιος.
-Για σήκω πάνω, ναύτη μου και πρωτογεμιτζή μου,
να κουμπασάρεις τον καιρό, να βγούμε σε λιμάνι.

-Για πιάστε με να σηκωθώ, βάλτε με να καθίσω,
να κουμπασάρω τον καιρό, να βγούμε σε λιμάνι.
Να παν οι ναύτες για νερό κι μάγειρας για ξύλα
και τα μικρά ναυτόπουλα να παν ν’ ανοίξουν μνήμα.

Να μην τ’ ανοίξουνε ψηλά, κάτω στο περιγιάλι,
να μου χτυπά η θάλασσα, να μου χτυπά τ΄αγιάζι.

Και καλό κατευόδιό σας στα μέρη που θα πάτε,
αν δείτε τη μανούλα μου, να μου την χαιρετάτε.

Μην πείτε πως επέθανα , πως είμαι πεθαμένος,
πείτε της πως παντρεύτηκα, πως είμαι παντρεμένος.

Πήρα την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γη γυναίκα,
τα χοχλιδάκια του γιαλού αδέρφια κι αξαδέρφια.

Η προσφυγοπούλα
 

Τ’ άρχοντα ο γιος παντρεύεται
και παίρνει προσφυγγούλα,
προσφυγγούλα μαυρομάτα μου,
και παίρνει προσφυγγούλα,
προσφυγγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.

Η πεθερά σαν τ’ άκουσε, πολύ της κακοφάνη,
προσφυγγούλα μαυρομάτα μου,
παίρνει δυο φίδια ζωντανά και της τα τηγανίζει,
 

προσφυγγούλα μαυρομάτα μου,
προσφυγγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.

-Έλα, κόρη μου να φας φαΐ, ψάρια τηγανισμένα,
 

προσφυγγούλα μαυρομάτα μου,
προσφυγγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.

Και με την πρώτη πιρουνιά
η κόρη εφαρμακώθη,
προσφυγγούλα μαυρομάτα μου,
η κόρη εφαρμακώθη,
προσφυγγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.

Η αδικοσκοτωμένη
 

Μια κόρη ρόδα μάζευε και ρόδα κορφολόγα.
Του ρήγα ο γιος επέρασε με τα λαγωνικά του.

Δυο ρόδα της εζήτησε και τέσσερα του δίνει.
Κι έβγαλε απ’ την τσέπη του διαμάντι δαχτυλίδι.

Η μάνα της τηνε θωρεί από το παραθύρι:

-Μωρή ζουρλή, μωρή τρελή, μωρή δαιμονισμένη!
Μωρή, δεν εφοβήθηκες τα τέσσερά σου αδέρφια;

Ακόμα ο λόγος έστεκε και οι τέσσερις αρβάραν.
Ένας την πιάνει απ’ τα μαλλιά κι ο άλλος απ’ το χέρι
κι ο τρίτος ο μικρότερος τραβάει το μαχαίρι.

Κι η μάνα της μπαινόβγαινε με τα μαλλιά στα χέρια:

-Τι να σου βάλω, κόρη μου,

θέλεις μεταξωτά ή θέλεις βελουδένια
ή θες τα λινομέταξα, που έχω στην κασέλα;

-Δε θέλω τα μεταξωτά ούτε τα βελουδένια,
μόν’ θέλω τούτα που φορώ, τα καταματωμένα,
για να το μάθει η γειτονιά κι όλη η πέρα χώρα:
απόψε με σκοτώσατε για δυο ζευγάρια ρόδα.

Ο ναύτης (2)
 

Δυο χρόνια μες στο ναυτικό,

μαύρα είν‘ τα μάτια π’ αγαπώ.
Δυο χρονάκια, το καημένο,

ξένο και ξενιτεμένο.

Κανείς δεν ήρθε να με δει,

κανείς δεν ήρθε να μου πει,
μόνο μια νέα π’ αγαπώ

και λαχταρώ να τηνε δω.
Μόνο γράμμα αυτή μου στέλνει

και κρυφά μου παραγγέλνει:

-Ξένε, στα ξένα πώς περνάς,

πώς μαγειρεύεις, πώς δειπνάς;
Πώς στρώνεις, πώς κοιμάσαι

κι εμένα αν με θυμάσαι;

-Παίρνω την καραβάνα μου,

τη μαύρη κουραμάνα μου
και στη γραμμή μας βάζουν,

«Προσοχή!» μας διατάζουν.

Μάγειρα, βάλε μας φαΐ,

βάλε φασόλια και ζουμί,
για να φάνε τα ναυτάκια,

τα όμορφα παλικαράκια.

Παίρνω την κουβερτούλα μου,

καημό που ‘χει η καρδούλα μου,
και στρώνω και κοιμάμαι

και σένα συλλογάμαι.

-Ναυτάκι το μαντίλι σου,

καημό που ΄χει τ’ αχείλι σου,
στείλε μου το να το πλύνω

με τα δάκρυα, που χύνω.

Η Ανδρονίκη
 

Τα μάθατε τι έγινε στης Πόλης τα στενά;
Εντύθηκε μια νέα, η κακούργα εις τα ευρωπαϊκά.

Τον εραστή της παίρνει, πάει στον καφενέ,
τον καφετζή διατάζ’ η κακούργα σουμάδα κι αργιλέ.
Οι φίλοι τ’ αδερφού της την εγνωρίσανε,
στον αδερφό της πάνε
την κακούργα, τη μαρτυράνε.

Τι κάθεσαι, Βαγγέλη, δεν πας στον καφενέ
να δεις την αδερφή σου, την κακούργα
πώς πίνει αργιλέ.

Σηκώνεται ο Βαγγέλης, πάει στον καφενέ,
βλέπει την αδερφή του την κακούργα,
που πίνει αργιλέ.

Άντε, βρε Αντρονίκη, πάμε στο σπίτι μας,
το μάθαν οι γονείς μας, καημός και λύπη μας.

Ώρα καλή, Ανδρονίκη, πούν’ το ρολόι σου;
Ρεζίλεψες εμένα κι όλο το σόι σου.

Άσ’ με, Βαγγέλη, άσ’ με τον αργιλέ να πιω
με τον Πετροπουλάκη, το νέο που αγαπώ.

Απ’ τα μαλλιά την άρπαξε και χάμω την πετάει.
Βγάζει μαχαίρι κοφτερό και την καρδιά τρυπάει.

Όταν την επερνούσαν από τον καφενέ,
στρέψαν τα φλιτζανάκια και χύναν τον καφέ.

Όταν την επερνούσαν απ’ τη μάνα της,
μικροί, μεγάλοι κλαίγαν την ομορφάδα της.

 

Η ρίμα του Κωσταντή
 

Ο Κωσταντής, ο Κωσταντής, το μικροκωσταντάκη
μικρός εζώστη τ’ άρματα, μικρός και το σπαθάκι.
Ήταν τριών μερών γαμπρός, δώδεκα χρόνια σκλάβος.
Σήμερα τη γυναίκα του τη στεφανώνεται άλλος.

Απ’ το βαθύ αναστεναγμό, που ‘βγαλε η καρδιά του,
όλα εσταματήσανε, στάθηκε κι η φρεγάδα.

-Ποιος είναι που αναστέναξε και στάθηκε η φρεγάδα;
Αν είναι από τους σκλάβους μου, να τονε ξεσκλαβώσω
κι αν είναι από τους ναύτες μου, άδεια να του δώσω.

-Εγώ είμαι που αναστέναξα και στάθηκε η φρεγάδα.
-Σκλάβε, πεινάς; Σκλάβε, διψάς; Μήδε ρούχα δεν έχεις;
-Μήδε πεινώ, μήδε διψώ, μήδε ρούχα δεν έχω.
Ήμουν τριών μερών γαμπρός, δώδεκα χρόνια σκλάβος,
σήμερα τη γυναίκα μου τη στεφανώνεται άλλος.

-Αν είσαι άξιος και καλός, άξιος και αντρειωμένος
κι αν έχεις μαύρο γρήγορο, αρβέρνεις την ευλόγα,
αρβέρνεις και τα στέφανα, την πρώτη αρραβώνα;

Σκλάβε μου, για τραγούδησε να σε ξελευτερώσω.
-Εννιά καρδιές εφύτεψα στης φυλακής την πόρτα
και απ’ τις εννιά καρπό έφαγα, μα λευτεριά δεν είδα.
Αν είναι για τη λευτεριά, να ξανατραγουδήσω.

-Σύρε, σκλάβε μου, στο καλό και στην καλή την ώρα
και πήγαινε μες στο μαντρί, άλογο να διαλέξεις.

Και όταν έφτασε εκεί, τα άλογα ρωτάει:
-Ποιος είναι άξιος και καλός, άξιος και παλικάρι,
τριών μερών περπατησιά τρεις ώρες να την πάρει;

Όσα άλογα το άκουσαν αίμα εκατουρήσαν
κι όσες φοράδες τ’ άκουσαν, όλες μουλάρια ρίξαν.

Κι ένας γρίβας, παλιόγριβας εγύρισε, του λέει:
-Εγώ είμαι άξιος και καλός, άξιος και παλικάρι.
Τριώ μερώ περπατησιά τρεις ώρες να την πάρω.
Για δέσε το κεφάλι σου τριώ διπλό μετάξι,
μη ζαλιστείς, μη σκοτιστείς και πέσεις και χτυπήσεις.

Ώστε να πει «έχετε γεια», σαράντα μίλια πάει.
Ώστε να πάνε στο καλό, πάει σαράντα πέντε.

Στο δρόμο, που επήγαινε, γέροντα ανταμώνει.
-Ώρα καλή σου, γέροντα, ποιανού είναι αυτό τ’ αμπέλι;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου, του Κωστάκη,
που ήταν τριών μερών γαμπρός, δώδεκα χρόνια σκλάβος
και τώρα τη γυναίκα του τη στεφανώνεται άλλος.

–Πες μου, καλέ μου γέροντα, προφταίνω την ευλόγα,
προφταίνω στα στέφανα, στην πρώτη αρραβώνα;

-Αν έχεις μαύρο γρήγορο κι αν είσαι και παλικάρι,
προφταίνεις και τα στέφανα και πρώτη αρραβώνα.

Βιτσιά δίνει του μαύρου του, στη μάνα του πηγαίνει.
-Ώρα καλή, γερόντισσα, ποιανού είναι αυτό το σπίτι;
-Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου, του Κωστάκη
και τώρα τη γυναίκα του τη στεφανώνεται άλλος.

Βιτσιά δίνει του μαύρου του, στην εκκλησιά πηγαίνει.
-Πες μου, ξένε, να χαρείς, εσύ είσαι ο καλός μου;
-Εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ είμαι κι ο καλός σου.

-Πες μου σημάδια της αυλής, ίσως και σε γνωρίσω.
-Έχεις κλήμα στην πόρτα σου, μηλιά μες στην αυλή σου,
στο πίσω μέρος του σπιτιού είναι μια κρύα βρύση
και λίγο παραπέρα είναι ένα κυπαρίσσι.

-Διαβάτης είσαι, πέρασες, τα είδες και τα ξέρεις.
Πες μου σημάδια του κορμιού, ίσως και σε πιστέψω.
-Έχεις ελιές στην πλάτη σου, ελιά στην αμασχάλη
και στη δεξιά σου την πλευρά έχεις ένα σημάδι.
-Ξένε, εσύ είσαι ο άντρας μου, εσύ είσαι κι ο καλός μου!

-Παπά μου, αν είσαι χριστιανός κι αν έχεις αγιοσύνη,
άλλαξε τα στέφανα στην κουμπαροσύνη!

Η Σούσα
 

Στις δεκαπέντε του Μαγιού, που ανθίζει το λουλούδι,
ακούσατέ με να σας πω της Σούσας το τραγούδι.

Η Σούσα ήταν όμορφη

κι αρχόντισσα μεγάλη
κι αγάπα τον Σαριμπαγλή,

το πρώτο παλικάρι.

Αγάπα τον κι αγάπα την χρόνους δεκατεσσάρους,
μα κείνης τ’ αδερφάκι της ήταν με τους κουρσάρους.

Μια Κυριακή πρωί πρωί στην κλίνη της καθόταν
και με το μαντιλάκι της τα δάκρυά της σφόγγα.

Η μάνα της την ερωτά κι ο κύρης της της λέει:
-Τι έχει το Σουσανάκι μας και κάθεται και κλαίει;

-Μάνα μου, είδα όνειρο πικρό, φαρμακεμένο,
πως ήρθε τ’ αδερφάκι μου γυμνό ξεσπαθωμένο
και το πουκαμισάκι του στο αίμα βουτηγμένο.

-Όνειρο είναι , Σούσα μου,

άστο και θα περάσει,
μα εσένα τ’ αδερφάκι σου

στα ξένα θα γεράσει.

Μα εσένα τ’ αδερφάκι σου στα ξένα που γυρίζει
ή τα θεριά τον φάγανε ή άλλη τον ορίζει.

Ένα γλυκό ξημέρωμα, που τα πουλιά λαλούσαν,
άκουσε και την πόρτα της εσυχνοκουρταλούσαν.

-Σήκω, Σαριμπαγλάκη μου, σήκω να πας να ανοίξεις,
μην είναι τ’ αδερφάκι μου και κακοθανατίσει.

-Άφησ’ με, Σούσα μ’, άφησε να κοιμηθώ στην κλίνη,
ο ύπνος είναι βαρύς, να φύγω δε μ’ αφήνει.

Πάει η Σούσα, ανοίγει του με το καμένο χείλι,
με την καμένη την καρδιά που ‘χε την ώρα εκείνη.

-Σούσα μου, δώσε μου νερό, γιατί είμαι διψασμένος
κι από το δρόμο τον πολύ είμαι μπαϊλντισμένος.
 

-Σήκω, Σαριμπαγλάκη μου, σήκω να πας στο κάστρο,
γιατί ήρθε τ’ αδερφάκι μου, το νου μου θε να χάσω.

Παίρνει η Σούσα το μαστραπά, πάει νερό να φέρει
από τα πηγαδάκια της κι από τα κρύα μέρη.

Ούτε το μαστραπά θωρεί, ούτε νερό να πίνει,
μόν’ κάθεται την ερωτά ποιος κείτεται στην κλίνη.

-Ονειρεύεσαι, αδερφάκι μου, μα έτσι φαίνεταί σου.
Θαρρείς κι εγώ πως πολεμώ τις τέχνες τις δικές σου.

Το μαχαιράκι του έβγαλε

απ’ αργυρό θηκάρι,
στον ουρανό το πέταξε

και στην καρδιά τση πάει.

Απ’ τον πολύ τον ταραμό,

που έκανε το κορμί της,
εσείστηκε η κλίνη της

κι ένιωσε το πουλί της.

Κι η μάνα της την ερωτά κι η μάνα της της κράζει:
-Σούσα μου, ποιος σε σκότωσε και σ’ έχει τέτοιο χάλι,
που να ‘χει την κατάρα μου πάντοτε φυλαχτάρι.

Την άρπαξε ο Σαριμπαγλής

και στο γιατρό την πάει,
ίσως και την γιατρέψει

την κόρη, που αγαπάει.

-Γιατρέ, που γιάτρεψες πολλοί μαχαιροσκοτωμένοι,
γιάτρεψε και τη Σούσα μου, που είναι χαϊδεμένη.

Και με το στόμα του έλεγε: «Γιατρεύεται η κόρη»
και με τα μάτια του έγνεφε: «Ανοίγετε μνημόρι».

Η τσακπίνα η δασκάλα
 

Στην παραπάνω γειτονιά, στην παρακάτω ρούγα,
εκεί καθόταν μια γριά, καθόταν κι ένας γέρος.
Είχαν κορίτσι όμορφο κι ένα κακό σκυλάκι.
 

Χριστέ, να πέθαινε η γριά, να πέθαινε κι ο γέρος,
να σκότωνα και το σκυλί, να ‘παιρνα το κορίτσι.
 

Κορίτσι κρυφοκάστρωτο και κρυφοκαστρωμένο,
στο παραθύρι κάθεται, τους μήνες λογαριάζει:

-Σεπτέμβρη, Οκτώβρη δροσερέ, Νοέμβρη και Δεκέμβρη,
Γενάρη γέννα του Χριστού κι αρχιμηνιά του κόσμου.
Φλεβάρη, φλέβες άνοιξε τις φλέβες των βυζιών μου,
για να βυζαίνω το παιδί που έχω στο πλευρό μου.
 

Μάρτη μου, με τα λούλουδα, Απρίλη με τα ρόδα,
Μάη μου, μάγεψέ τονε το νιο που μ’ αγάπα,
οπού με φίλιε κι έλεγε ποτέ δε με παράτα
και τώρα με παράτησε σαν καλαμιά στον κάμπο.
 

Σπέρνω, θερίζω τον καρπό και καλαμιά απομένω.
Κάνω να τον καταραστώ, μα πάλι τον λυπούμαι.
 

Μα ‘γω θα τον καταραστώ κι ό,τι του μέλλει ας πάθει:
Απ’ τ’ άλπορο να κρεμνιστεί, στην κουπαστή να πέσει,
σαν το γυαλί να ραϊστεί και σαν κερί να λιώσει.
 

Κι εγώ διαβάτρα να γινώ, τους δρόμους να διαβαίνω.
Εννιά πήχες πανί κρατώ, τις έξι για ξαντό του,
τις άλλες τρεις τις άφησα να κόψω νεκρικό του.

Εννιά γιατροί τονε βαστούν και δέκα μαθητάδες,
δεκαοχτώ γραμματικοί και γράφω τσι ραγιάδες:
«Καλώς τα κάνετε, γιατροί, καλώς τα πολεμάτε
κι, αν κόβουν τα ξυράφια σας, κρέατα μη λυπάστε».

-Μωρή σκύλα, μωρή άγνωμη, μωρή καταραμένη,
μωρή δεν ήτανε κριτής, κρίση για να με κρίνει,
μόν’ μ’ έριξες εις το Θεό, που είν’ δικαιοκρίτης.

-Έτσι ‘ταν, μάτια μου, έτσι ‘ταν, οπού αγαπά και χάσει
του ‘ρχεται να τρελαθεί και τα βουνά να πιάσει.

(κόρη)
-Έχω και μήνες και καιρούς τον αγαπώ, δεν είδα.
Τώρα τον βλέπω και ‘ρχεται κάτω στον κάτω δρόμο.
Ρόδα τον τριγυρίζουνε, πουλιά τον κελαηδούνε.
Καλώς το παλικάρι μου, καλώς τον αγαπημένο μου.
(νέος)
-Κόρη κλειδιά σ’ αγόρασα και αντικλείδια αφήνω.
Κλείδωσε την καρδούλα σου και υπόμεινε τους πόνους.
Η μάνα μου κι κύρης μου μ’ άλλην μ’ αρραβωνιάζουν.
Κι αν δεν περηφανεύεσαι, έλα να μπεις κουμπάρα.
(κόρη)
Κινάει και πάει στη μάνα της με μάτια δακρυσμένα:
-Μάνα μου, με καλέσανε να πάω να στεφανώσω
το νιο που επερίμενες άντρα μου να τον πάρω.
(μάνα της κόρης)
-Και πώς το λες παιδάκι μου να πας να στεφανώσεις;
Με τι ποδάρια να σταθείς και μάτια ν’ αντικρίσεις
και χέρια γοργογύριστα να στεφανογυρίσεις;
(κόρη)
-Μάνα, θα κάνω υπομονή, γερή καρδιά να δείξω.
Τρεις μέρες ελουζόντανε και τρεις εχτενιζόταν.
Βάζει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος,
την όχιντρα την πλουμιστή κορδέλα στα μαλλιά της.
(νέος)
Όταν την είδε ο γαμπρός, έπεσε κι ελιγώθη:
-Παπά, για μετασύλλαβε, παπά, για μεταψάλλε,
παπά, γύρνα τα στέφανα και βάλ’ τα στην κουμπάρα,
γιατί εγώ αυτήν αγαπώ, αυτήν θέλω να πάρω.
(νύφη)
Και η νύφη απολογήθηκε με το καμένο χείλι:
-Άιντε να πάμε, μάνα μου, μα το ‘δα στ’ όνειρό μου,
χρυσό αϊτό εκράταγα και άλλη μου τον πήρε.
Τα ρούχα μου στην εκκλησιά κι εγώ στο μοναστήρι
κι όσο τον χάρηκα εγώ, να τον χαρεί εκείνη.
(μάνα της κόρης)
-Καλώς τηνε, την κόρη μου τη φωτογεννημένη.
Κουμπάρα την εστόλιζα και νύφη κατεβαίνει

 

ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

 

Την Καθαρή Δευτέρα «ξεθερμίζαν» τα τηγάνια και τις κατσαρόλες με καυτό νερό και άμμο, για να ‘ναι καθαρά για τη Σαρακοστή, που ερχόταν. Επίσης, αντί να ντυθούν μασκαράδες, μουντζούρωναν τα πρόσωπά τους με κάρβουνο και τραγουδούσαν τα παρακάτω τραγούδια:

 

Πώς το τρίβουν το πιπέρι
 

Πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι;
 

Με το χέρι τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
 

Με το πόδι τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
 

Με τον άγκωνα το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
 

Με το γόνατο το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
 

Με τη γλώσσα τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
 

Με τη μύτη τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
 

Με τον κώλο τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.

 

Χαρείτε, νέοι
 

Σήμερα είναι σκόλη, δεν κάνουμε δουλειά.
Παίρνω το ντουφεκάκι μου και πάω για πουλιά.
Στο δρόμο, που πηγαίνω, ψιλή βροχή με πιάνει,
ψιλή βροχή με πιάνει, πολύ μου κακοφάνη.
Εκεί βλέπω ένα πύργο, που έλαμπε σαν τον ήλιο.
Πουλί κάθεται απάνω και γλυκοκελαηδεί.
Και κελαηδεί και λέει: -Χαρείτε, εσείς οι νέοι.
Χαρά, χαρά χαρείτε, καιρό μην καρτερείτε,
γιατί ο καιρός διαβαίνει και δε γυρίζει πια.
Τελειώσαν οι Αποκριές, πάνε κι οι Τυρινάδες
και ήρθε η Σαρακοστή να κάνουμε μετάνοιες.
Επέθανε ο κρέατος, ψυχομαχεί κι ο τύρος.
Σηκώνει ο πράσος την ουρά κι ο κρέμμυδος τα γένια
κι η βρούβα, η παλιόβρουβα, σηκώνει την κεφάλα,
βρε, σηκώνει την κεφάλα, για να πέσει στην τσουκάλα.
Περάσαν οι Αποκριές, πάνε κι οι Τυρηνάδες
και μπαίνει η Σαρακοστή με ελιές και ταραμάδες.

 

Επικοινωνήστε μαζί μας