ΔΕΣΠΟΤΙΚΟ

 

Δυτικά της Αντιπάρου βρίσκονται τρία μικρά, ακατοίκητα σήμερα, νησιά που παρουσιάζουν μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον: Το Δεσποτικό, το Τσιμιντήρι και το Στρογγυλό.

Η αρχαιολογική σκαπάνη, στο νησάκι Δεσποτικό, έφερε στο φως τμήματα ενός αρχαίου ναού των κλασικών χρόνων, ένα αρχαϊκό δωρικό κιονόκρανο, μαρμάρινα τμήματα κτιριακών συγκροτημάτων, ειδώλια αλλά και πλήθος από αντικείμενα. Αν και ακατοίκητο στη σύγχρονη εποχή, το Δεσποτικό γνώρισε ημέρες δόξας και έντονης ανθρώπινης παρουσίας και συνδέεται στενά με τον Κυκλαδικό Πολιτισμό και την ιστορική εξέλιξη του Αιγαίου.

Το Δεσποτικό ταυτίζεται με την αρχαία Πρεπέσινθο, ή Περπέσινθο, η οποία αναφέρεται από το Στράβωνα, καθώς και από τον Πλίνιο. Οι πρώτες αρχαιολογικές έρευνες στο νησί έγιναν το 1898 από το Χρήστο Τούντα, που ανακάλυψε δυο πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία ενώ αργότερα επισήμανε λείψανα προϊστορικών οικισμών στο Xειρόμυλο.

Το έτος 1959 οι αρχαιολόγοι Φ. Zαφειροπούλου και A. Λεμπέση ασχολήθηκαν με το νησί, αποκαλύπτοντας πρωτοκυκλαδικούς τάφους, ενώ αργότερα ήρθαν στο φως αρχιτεκτονικά μέλη ενός δωρικού κτιρίου και λείψανα ενός κτιριακού συγκροτήματος των κλασικών χρόνων. Από τότε και για σαράντα σχεδόν χρόνια το Δεσποτικό έμεινε στο περιθώριο και στο έλεος της αρχαιοκαπηλίας που για καιρό μάστιζε το Αιγαίο. Πρόπερσι το καλοκαίρι η αρχαιολογική σκαπάνη άρχισε ξανά να ανασκάπτει τον πανάρχαιο χώρο.

Από το 1997 υπήρξε μια χρηματοδότηση από το Υπουργείο Αιγαίου για να γίνουν οι αναγκαίοι επιφανειακοί καθαρισμοί και το 2001 έγινε η μεγάλη ανασκαφή, από τον αρχαιολόγο κ. Κουράγιο, που έφερε στο φως μεγάλο μέρος των βοηθητικών χώρων ενός ιερού. Συγκεκριμένα, αποκαλύφθηκαν δυο κτιριακά συγκροτήματα που αποτελούνται από πέντε συνεχόμενους χώρους. Ο κεντρικός χώρος, που χρονολογείται από την κλασική εποχή, είναι κατασκευασμένος από παριανό μάρμαρο, ενώ βρέθηκαν συγκεντρωμένα και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη.

Σε άλλο δωμάτιο αποκαλύφθηκε, κάτω από μεγάλες σχιστόπλακες, ένα πλήθος ευρημάτων από διάφορα υλικά που χρονολογούνται στην αρχαϊκή περίοδο. Η έρευνα δείχνει τη συνέχεια κατοίκησης και ζωής που υπήρξε στο Δεσποτικό από την πρωτοκυκλαδική εποχή, δηλαδή από το 3000 π.X. Υπήρχαν εκεί οικισμοί αλλά και νερό. Το Δεσποτικό ερήμωσε γύρω στα 1670.

Το κτιριακό συγκρότημα του Δεσποτικού ταυτίστηκε από τον κ. Κουράγιο, με σχετική βεβαιότητα, με τους βοηθητικούς χώρους ιερού αφιερωμένου στον Απόλλωνα. Δεν θα επαναλάβουμε εδώ τα στοιχεία που οδηγούν σε αυτή τη υπόθεση. Από τη χρονολόγηση πάντως των ευρημάτων φαίνεται ότι το ιερό λειτουργούσε ήδη από την πρώιμη αρχαϊκή εποχή και το αρχαϊκό κιονόκρανο που βρέθηκε είναι μάλλον απίθανο να έχει μεταφερθεί από αλλού. Καθώς δεν υπάρχουν δείγματα χρήσης του δωρικού ρυθμού στις Κυκλάδες πριν από τελευταίο τέταρτο του Ε’ αιώνα το εύρημα αυτό αποτελεί ίσως ένα terminus post quem για την οικοδόμηση μνημειακού κτίσματος στο ιερό. Το γυναικείο ειδώλιο με πόλο, τα ομοιώματα ζώων και τα ζωόμορφα αγγεία, χαρακτηριστικά αναθήματα στην Άρτεμη, όπως επίσης και οι ομοιότητες των ευρημάτων με τα αντίστοιχα του Δηλίου, αποτελούν κάποιες ενδείξεις ότι στο ιερό του Δεσποτικού λατρευόταν μαζί με τον Απόλλωνα και η Άρτεμη. Μία ακόμη ένδειξη προς αυτή την κατεύθυνση είναι τα προσωπεία και τα φαλλικά σύμβολα που παραπέμπουν συχνά σε διαβατήριες τελετές, κυρίως εφηβικές, που συνδέονται συνήθως με την Άρτεμη.

Παρόλο που η ετυμολογία δεν είναι πάντα ασφαλές κριτήριο η ονομασία Ωλίαρος (δασωμένη), αλλά και η γεωγραφική θέση έχουν ίσως κάποια σημασία: πολλά ιερά της Άρτεμης, ιδίως όσα σχετίζονται με διαβατήριες τελετές τοποθετούνται στις άγριες, “απολίτιστες” εσχατιές της υπαίθρου. Προς το παρόν δεν έχουν βρεθεί ίχνη κατοίκησης στο Δεσποτικό, απομένει όμως να ερευνηθούν, να χρονολογηθούν και να ταυτιστούν οι εγκαταστάσεις που βρίσκονται βυθισμένες στο αβαθές πέρασμα που χωρίζει το Δεσποτικό με την Αντίπαρο.

Η ανασκαφή συνεχίζεται αργά, το Δεσποτικό κρύβει στα σπλάχνα του πολλούς θησαυρούς ακόμα...

 

Φωτογραφίες από τις ανασκαφές στο Δεσποτικό

 

 

Επικοινωνήστε μαζί μας