Με διπλό κλικ οπουδήποτε στην σελίδα επιστρέφεται στην αρχή

 

 

ο Δημοτικό Σχολείο Αντιπάρου με το παρόν βιβλίο προσπαθεί να συμβάλλει στην κατανόηση, από τους μικρούς μαθητές της Α/θμιας Εκπ/σης, του βαθύτερου νοήματος των αριστουργημάτων της εκκλησιαστικής μας ποίησης και μελωδίας. Επιπλέον στοχεύει στο να διεισδύσουν στο νόημα της Μεγάλης Εβδομάδας και της Θείας Λατρείας.
Η ερμηνεία των ύμνων βασίστηκε στην ερμηνεία του Αρχιμανδρίτη, κ. Επιφάνιου Ι. Θεοδωρόπουλου.

Ευχαριστούμε θερμά
τον Πρωτοπρεσβύτερο του Ιερού Ναού
Εκατονταπυλιανής Πάρου,
κ. Σπυρίδωνα Φωκιανό,
τον παπα-Αναστάση,
ιδιαίτερα τον πρωτοψάλτη του Ιερού Ναού
Εκατονταπυλιανής Πάρου,
κ. Μανώλη Χανιώτη
και το φιλόλογο του Γυμνασίου Αντιπάρου,
κ. Μητράρα Αριστοτέλη.

Ο
Διευθυντής του Σχολείου
Ηλίας Γ. Κανετούνης

 

«Τον νυμφώνα σου βλέπω…»

 

ον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ˙ λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, φωτοδότα, και σώσον με.

ην αίθουσα των γάμων Σου, Σωτήρα μου, τη βλέπω στολισμένη και έτοιμη να δεχτεί τους καλεσμένους˙ αλλ’ εγώ (αλίμονο!) δεν έχω κατάλληλη ενδυμασία για να μπω σ’ αυτήν. Κύριε, Σύ που χαρίζεις το φως (το λαμπρότατο και καθαρότατο αυτό στοιχείο), κάνε λαμπρή και φωτεινή τη στολή της ψυχής μου (καθαρίζοντάς την από τις κηλίδες της αμαρτίας) και σώσε με.

«Ερχόμενος ο Κύριος…»

ρχόμενος ο Κύριος προς το εκούσιον πάθος, τοις αποστόλοις έλεγεν εν τη οδώ˙ Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και παραδοθήσεται ο Υιός του ανθρώπου, καθώς γέγραπται περί αυτού. Δεύτε ουν και ημείς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν και νεκρωθώμεν δι’ αυτόν ταις του βίου ηδοναίς˙ ίνα και συζήσωμεν αυτώ και ακούσωμεν βοώντος αυτού˙ ουκέτι εις την επίγειον Ιερουσαλήμ δια το παθείν, αλλά αναβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα υμών και Θεόν μου και Θεόν υμών και συνανυψώ υμάς εις την άνω Ιερουσαλήμ, εν τη Βασιλείας των ουρανών.

νώ ο Κύριος βάδιζε προς το Πάθος, το οποίον θα υπέμενε με τη θέλησή Του, έλεγε καθ’ οδόν στους αποστόλους: Ιδού ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί (σ’ εκείνους που θα τον θανατώσουν), όπως έχει γραφεί γι’ αυτόν (στις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης). Εμπρός λοιπόν και εμείς, αφού καθαρίσουμε το μυαλό μας (από κάθε κακή σκέψη), ας βαδίσουμε μαζί με Αυτόν και ας σταυρωθούμε μαζί Του και για χάρη Του ας νεκρώσουμε τον εαυτό μας ως προς τις ηδονές της ζωής, για να ζήσουμε αιώνια μαζί με Αυτόν και να Τον ακούσουμε να λέει (μετά την Ανάστασή Του): Δεν ανεβαίνω πλέον στην επίγεια Ιερουσαλήμ για να υποστώ θυσία, αλλ’ ανεβαίνω στον ουράνιο Πατέρα μου και Πατέρα σας και Θεό μου και Θεό σας και ανυψώνω μαζί μου και σας στην Άνω Ιερουσαλήμ, η οποία βρίσκεται στη Βασιλεία των ουρανών.

«Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον…»

τε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον, τότε ο μαθητής συνεφώνει τοις παρανόμοις˙ η μεν έχαιρε κενούσα το πολύτιμον, ο δε έσπευσε πωλήσαι τον ατίμητον αύτη τον Δεσπότην επεγίνωσκεν, ούτος του Δεσπότου εχωρίζετο˙ αύτη τον Δεσπότην επεγίνωσκεν, ούτος του Δεσπότου εχωρίζετο˙ αύτη ηλευθερούτο, και ο Ιούδας δούλος εγεγόνει του εχθρού. Δεινόν η ραθυμία! Μεγάλη η μετάνοια, ήν μοι δώρησαι, Σωτήρ, ο παθών υπέρ ημών, και σώσον ημάς

ταν η γυναίκα της αμαρτίας πρόσφερε (μετανοούσα) το μύρο στον Κύριο (εκδηλώνοντας έτσι την φλογερή αγάπη της προς Αυτόν), τότε ο μαθητής έκανε συμφωνία με τους παράνομους (άρχοντες των Ιουδαίων, για να παραδώσει τον Κύριο)˙ εκείνη μεν χαιρόταν, αδειάζοντας (από το δοχείο) το μεγάλης αξίας μύρο, αυτός δε έτρεχε να πουλήσει τον Κύριο, του Οποίου η αξία (είναι άπειρη και γι’ αυτό) δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί˙ αυτή (στο πρόσωπο του Ιησού) αναγνώριζε τον Κύριον, αυτός δε από τον Κύριο αποχωριζόταν˙ αυτή γινόταν ελεύθερη (από τα δεσμά της αμαρτίας) και ο Ιούδας γινόταν δούλος του εχθρού (Διαβόλου). Φοβερό πράγμα είναι η αμέλεια (για τη σωτηρία της ψυχής)! Μεγάλη η αξία της μετάνοιας! Αυτή τη μετάνοια δώρισε σ’ εμένα, Σωτήρα μου, Συ που υπέμεινες (φρικτά) Παθήματα για χάρη μας, και σώσε μας.

«Σήμερον ο Χριστός, παραγίνεται…»

ήμερον ο Χριστός, παραγίνεται εν τη οικία του φαρισαίου, και γυνή αμαρτωλός προσελθούσα τοις ποσίν εκυλινδούτο, βοώσα˙ ίδε την βεβυθισμένην τη αμαρτία, την απηλπισμένην διά τας πράξεις, την μη βδελυχθείσαν παρά της σης αγαθότητος˙ και δος μοι, Κύριε, την άφεσιν των κακών, και σώσον με.

ήμερα ο Χριστός έρχεται στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου και γυναίκα πόρνη ήρθε κοντά Του και (αφού έπεσε καταγής) είχε γονατίσει στα πόδια Του, κραυγάζοντας: Κοίταξε αυτή που είναι βυθισμένη στην αμαρτία μου και απελπιστεί (για τη σωτηρία της,) εξαιτίας των αισχρών πράξεών της, αυτή που δεν την περιφρόνησε η καλοσύνη Σου, και δώσε σ’ εμένα, Κύριε την συγχώρεση των κακών μου πράξεων και σώσε με.

«Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…»

ύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει. Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας. Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ˙ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει. Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις˙ ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη. Αμαρτιών μου τα πλήθη, και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος.

ύριε, η γυναίκα η οποία έπεσε σε πολλές αμαρτίες, επειδή κατάλαβε ότι είσαι ο Θεός, αναλαμβάνει το έργο της μυροφόρου και θρηνώντας φέρνει σε Σένα μύρα για να Σε αλείψει, πριν ακόμη (πεθάνεις και) ενταφιαστείς. Και λέει: Αλίμονο σε μένα! διότι εγώ ζω μέσα σε μία νύχτα, η οποία είναι γεμάτη από πυκνό σκοτάδι και δε φωτίζεται ούτε από αμυδρό φως, όπως είναι το φως της σελήνης˙ τρέχω ασυγκράτητη προς τη σαρκική ευχαρίστηση, όπως τρέχουν τα ζώα όταν τα τσιμπήσει αλογόμυγα˙ ζω κυριευμένη από τον έρωτα της αμαρτίας. Αλλά Συ, που υψώνεις τα νερά της θάλασσας μετατρέποντάς τα σε σύννεφα, δέξου το ασταμάτητο ρέμα των δακρύων μου. Λύγισε (και χαμήλωσε από το άπειρο ύψος Σου) προς εμένα, που Σε ικετεύω με τους στεναγμούς της (μετανιωμένης) καρδιάς μου, Συ, ο Οποίος, με την ασύλληπτη και απερίγραπτη ενανθρώπισή Σου, χαμήλωσες τους ουρανούς (και κατέβηκες στη γη). Θα φιλήσω με συνεχή και ασταμάτητα φιλήματα τα αμόλυντά Σου πόδια και πάλι (βρέχοντάς τα με τα δάκρυά μου), θα τα σκουπίσω με τις πλεξίδες των μαλλιών μου˙ αυτά τα πόδια των οποίων το βροντερό ήχο (από το βάδισμά Σου) όταν άκουσε μέσα στον Παράδεισο η Εύα, εκείνο το δειλινό (της ημέρας της παραβάσεως), φοβήθηκε και από το φόβο της κρύφτηκε. Τα πλήθη των αμαρτιών μου, αλλά και τα απύθμενα βάθη των αποφάσεών Σου και των επιθυμιών Σου (δηλαδή τους μυστηριώδης και ακατανόητους τρόπους που χρησιμοποιείς για τη σωτηρία των ανθρώπων), ποιος θα μπορέσει να έχεις άπειρη την ευσπλαχνία, μην παραβλέψεις εμένα, τη δική Σου δούλη!

«Συντρέχει λοιπόν…»

υντρέχει λοιπόν, το συνέδριον των ιουδαίων, ίνα τον δημιουργόν, και κτίστην των απάντων, Πιλάτω παραδώσει. Ω των ανόμων, ω των απίστων! ότι τον ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς, εις κτίσιν ευτρεπίζουσι˙ τον ιώμενον τα πάθη προς πάθος ετοιμάζουσι˙ Κύριε μακρόθυμε, μέγα σου το έλεος, δόξα σοι.

ρέχουν λοιπόν και τα μέλη του Συνεδρίου των Ιουδαίων για να αποφασίσουν την παράδοση στον Πόντιο Πιλάτο του Δημιουργού και Κτίστη των όλων. Ω! Πόσο άπιστοι είναι αυτοί! Διότι ετοιμάζουν για το δικαστήριο Εκείνον, που θα έρθει να δικάσει ζωντανούς και νεκρούς! Εκείνον, που θεραπεύει τα πάθη των ανθρώπων, Τον ετοιμάζουν για το Πάθος (του σταυρικού θανάτου)! Μακρόθυμε Κύριε, μεγάλη είναι η ευσπλαχνία Σου˙ δόξα σε Σένα!

«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»

ήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας. Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων βασιλεύς. Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις. Ράπισμα κατεδέξατο, ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ. Προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας. Λόγχη εκαντήθη, ο υιός της Παρθένου. Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ. Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.

ήμερα κρεμάται πάνω στο ξύλο (του Σταυρού) Εκείνος, που κρέμασε (κατά τη δημιουργία) τη γη επάνω στα νερά (την περιέβαλε δηλαδή από παντού με τα νερά των θαλασσών)! Στεφάνι κατασκευασμένο από αγκάθια φορά στο κεφάλι ο Βασιλιάς των Αγγέλων! Ψεύτικο βασιλικό ένδυμα ντύνεται ( με σκοπό να Τον εξευτελίσουν) Αυτός, που ντύνει τον ουρανό με τα σύννεφα! Χαστούκι δέχτηκε Εκείνος, που στον Ιορδάνη ποταμό (αφού βαφτίστηκε από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο) ελευθέρωσε τον Αδάμ (και τους απογόνους του από τη σκλαβιά της αμαρτίας και την καταδυνάστευση του Διαβόλου)! Με καρφιά καρφώθηκε (στο Σταυρό) ο Νυμφίος της Εκκλησίας! Με λόγχη τρυπήθηκε (στο πλευρό) ο Υιός της Παρθένου! Προσκυνούμε τα Πάθη Σου, Χριστέ! Αξίωσέ μας να δούμε και την ένδοξη Ανάστασή Σου!

«Η ζωή εν τάφω…»

  1. Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ, και Αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην.

  2. Η ζωή πώς θνήσκεις; πώς και τάφω οικείς; του θανάτου το βασίλειον λύεις δε και το Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.

  3. Μεγαλύνομέν σε, Ιησού Βασιλεύ, και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου, δι ών έσωσας ημάς εκ της φθοράς.

  4. Μέτρα γης ο στήσας, εν σμικρώ κατοικείς, Ιησού παμβασιλεύ, τάφω σήμερον, εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών.

  5. Ο Δεσπότης πάντων καθοράται νεκρός και εν μνήματι καινώ κατατίθεται, ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών.

  6. Δακρυρρόους θρήνους επί σε η Αγνή, μητρικώς, ω Ιησού, επιρραίνουσα, ανεβόα˙ Πώς κηδεύσω σε, Υιέ;

  7. Προσκυνώ το Πάθος, ανυμνώ την Ταφήν, μεγαλύνω σου το κράτος φιλάνθρωπε, δι’ ων λέλυμαι παθών φθοροποιών.

  8. Οίμοι φως του Κόσμου! Οίμοι φως το εμόν! Ιησού μου ποθεινότατε έκραζεν, η Παρθένος θρηνωδούσα γοερώς.

  9. Ανυμνούμεν Λόγε, σε τον πάντων Θεόν, συν Πατρί και τω Αγίω σου Πνεύματι και δοξάζομεν την θείαν σου Ταφήν.

  10. Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε αγνή, και τιμώμεν την ταφήν την τριήμερον του Υιού σου και Θεού ημών πιστώς.

  1. Χριστέ, Συ, που είσαι η ζωή, τοποθετήθηκες στον τάφο (ως νεκρός), και οι στρατιές των αγγέλων αισθάνονταν κατάπληξη και δοξολογούσαν την άπειρη ταπείνωσή Σου.

  2. Συ, Κύριε, που είσαι η ζωή, πώς πεθαίνεις; Και πώς κατοικείς στον τάφο; Αλλ’ όμως (με το θάνατό σου) καταργείς το βασίλειο του θανάτου, και επαναφέρεις στη ζωή τους νεκρούς, που κατείχε (ως αιχμαλώτους) ο άδης!

  3. Σε δοξάζουμε με μεγάλη δόξα, ω Ιησού Βασιλιά, και τιμούμε την ταφή και τα Πάθη Σου, με τα οποία έσωσες εμάς από το θάνατο.

  4. Συ, που καθόρισες τα μέτρα, σύμφωνα με τα οποία κατασκευάστηκε η γη, ω Ιησού, Βασιλιά των πάντων, κατοικείς σήμερα σ’ ένα μικρό τάφο! Αλλ’ όμως, ανασταίνεις από τα μνήματα τους νεκρούς.

  5. Ο Κύριος των πάντων παρουσιάζεται νεκρός και σε καινούργιο μνήμα τοποθετείται Αυτός, που άδειασε τα μνήματα από τους νεκρούς (επειδή τους ανάστησε)!

  6. Η αγνή Μητέρα Σου, ω Ιησού, θρηνώντας με άφθονα δάκρυα, Σε ράντιζε με αυτά και κραύγαζε: Με ποια αντοχή να Σε κηδέψω, ω Γιε μου;

  7. Προσκυνώ το Πάθος Σου, φιλάνθρωπε Κύριε, υμνολογώ την ταφή Σου, και δοξάζω με μεγάλη δόξα τη δύναμή Σου˙ γιατί με όλα αυτά εγώ έχω λυτρωθεί από τα θανατηφόρα πάθη.

  8. Αλίμονο σε μένα, ω φως του κόσμου! Αλίμονο σε μένα, ω δικό μου φως, Ιησού μου πολυαγαπημένε! Φώναζε η Παρθένος, βγάζοντας θρηνητικές κραυγές.

  9. Υμνούμε, Λόγε, Εσένα, το Θεό των πάντων, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιό Σου Πνεύμα, και δοξάζουμε τη θεία Σου ταφή.

  10. Σε μακαρίζουμε, αγνή Θεοτόκε, και με πίστη τιμούμε την τριήμερη ταφή του Υιού Σου και Θεού μας.

«Άξιον Εστί…»

  1. Άξιόν εστί, μεγαλύνειν σε τον Ζωοδότην, τον εν τω Σταυρώ τας χείρας εκτείναντα και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού.

  2. Άξιόν εστί, μεγαλύνειν σε τον πάντων Κτίστην˙ τοις σοις γαρ παθήμασιν έχομεν, την απάθειαν ρυσθέντες της φθοράς.

  3. Όμμα το γλυκύ και τα χείλη σου πώς μύσω Λόγε; πώς νεκροπρεπώς δε κηδεύσω σε; φρίττων ανεβόα Ιωσήφ.

  4. Ήλιος φαιδρός, απαστράπτει μετά νύκτα, Λόγε˙ και συ δ’ αναστάς εξαστράψειας μετά θάνατον φαιδρώς ως εκ παστού.

  5. Γη σε πλαστουργέ, υπό κόλπους δεξαμενή τρόμω, συσχεθείσα Σώτερ τινάσσεται, αφυπνώσασα νεκρούς τω τιναγμώ.

  6. Μύροις σε, Χριστέ, ο Νικόδημος και ο ευσχήμων, νυν καινοπρεπώς περιστείλαντες, φρίξον, ανεβόων, πάσα γη.

  7. Έκλαιε πικρώς, η πανάμωμος Μήτηρ σου, Λόγε, ότε εν τάφω εώρακε σε τον άφραστον και άναρχον Θεόν.

  8. Ύμνοις σου, Χριστέ, νυν την σταύρωσιν και την ταφήν τε, άπαντες πιστοί εκθειάζομεν, οι θανάτου λυτρωθέντες ση ταφή.

  9. Άναρχε Θεέ, συναϊδιε Λόγε και Πνεύμα, σκήπτρα των Ανάκτων κραταίωσον, κατά πολεμίων ως αγαθός.

  10. Τέξασα ζωήν, Παναμώμητε αγνή Παρθένε, παύσον Εκκλησίας τα σκάνδαλα και βράβευσον ειρήνην ως αγαθή.

  1. Είναι πρέπον να δοξάζουμε με μεγάλη δόξα Εσένα, που δίνεις τη ζωή, ο Οποίος άπλωσες τα χέρια Σου επάνω στο Σταυρό και (μ’ αυτόν τον τρόπο) συνέτριψες τη δύναμη του εχθρού (Διαβόλου).

  2. Είναι πρέπον να δοξάζουμε με μεγάλη δόξα Εσένα, τον Δημιουργό των πάντων˙ διότι, με τα δικά Σου Παθήματα, παίρνουμε εμείς την απαλλαγή από τα πάθη, αφού λυτρωνόμαστε από τη φθορά.

  3. Ο Ιωσήφ φώναζε συγκλονισμένος από ιερή συγκίνηση: Τα γλυκά Σου μάτια και τα χείλη Σου πώς να κλείσω, Λόγε του Θεού; Πώς να κηδέψω Εσένα (τον αθάνατο Θεό μου) με τρόπο που ταιριάζει στους νεκρούς;

  4. Ο ήλιος ακτινοβολεί με λαμπρότητα (το πρωί) μετά από το σκοτάδι της νύχτας˙ και Συ, Λόγε του Θεού, μακάρι να ακτινοβολήσεις με λαμπρότητα μετά από το θάνατό Σου, αφού σηκωθείς (και βγεις από τον τάφο), σαν να βγαίνεις από νυφικό δωμάτιο.

  5. Η γη, όταν δέχτηκε Εσένα, το Δημιουργό, μέσα στα στήθη της, κυριεύτηκε από τρόμο, Σωτήρα, και σείστηκε απότομα˙ με τον κλονισμό της δεν κάνει να ξυπνήσουν οι νεκροί.

  6. Ο Νικόδημος και ο διακεκριμένος (λόγω της κοινωνικής του θέσης) Ιωσήφ, αφού Σε στόλισαν, Χριστέ, με μύρα με τρόπο πρωτοφανή (γιατί ποτέ άλλοτε δε νεκροστολίστηκε Θεάνθρωπος), φώναζαν: Φρίκη σε ολόκληρη τη γη.

  7. Έκλαιγε πικρά η πάναγνη Μητέρα Σου, Λόγε, όταν είδε στον τάφο Εσένα, τον απερίγραπτο και χωρίς (χρονική) αρχή Θεό.

  8. Όλοι οι πιστοί, που λυτρωθήκαμε με την ταφή Σου από το θάνατο, εγκωμιάζουμε τώρα, Χριστέ, με ύμνους τη σταύρωσή Σου και την ταφή Σου.

  9. Άναρχε Θεέ, συνάναρχε Λόγε και Άγιο Πνεύμα, την εξουσία των αρχόντων ενίσχυσε εναντίον των εχθρών, ως αγαθός που είσαι.

  10. Καθαρότατη αγνή Παρθένε, Συ που γέννησες τη ζωή (δηλαδή το Χριστό), σταμάτησε τα σκάνδαλα της Εκκλησίας και ειρήνευσέ την, ως αγαθή που είσαι.

«Αι γενεαί αι πάσαι…»

  1. Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.

  2. Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω σε κηδεύει.

  3. Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.

  4. Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.

  5. Ους έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.

  6. Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.

  7. Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;

  8. Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;

  9. Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.

  10. Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.

  11. Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.

  1. Όλες οι γενιές (των ανθρώπων) προσφέρουν, Χριστέ μου, ύμνο στην ταφή Σου.

  2. Ο Ιωσήφ, που καταγόταν από την Αριμαθαία, αφού Σε κατέβασε από το ξύλο του Σταυρού, Σε τοποθετεί στον τάφο.

  3. Γυναίκες μυροφόρες ήρθαν (στον τάφο Σου), Χριστέ μου, φέρνοντας με πολλή προθυμία μύρα για να Σε αλείψουν.

  4. Ελάτε, όλα τα δημιουργήματα, να προσφέρουμε επικήδειους ύμνους στο Δημιουργό.

  5. Αυτοί, τους οποίους (με το πρόσωπο των προγόνων τους) έθρεψε (στην έρημο) το μάννα (που με θαύμα έβρεξε ο Θεός), σήκωσαν τη φτέρνα κατά του Ευεργέτη τους (για να Τον κλωτσήσουν).

  6. Ο Ιωσήφ μαζί με το Νικόδημο κηδεύει το Δημιουργό, όπως αρμόζει σε νεκρό.

  7. Ω γλυκιά μου άνοιξη, γλυκύτατό μου παιδί, πού βυθίστηκε και χάθηκε η ωραιότητά Σου;

  8. Υιέ του Θεού, Βασιλιά των πάντων, Θεέ μου, Δημιουργέ μου, πώς καταδέχτηκες να υποστείς Παθήματα;

  9. Οι μυροφόρες, Σωτήρα, αφού ήρθαν πολύ πολύ πρωί, ράντισαν με αρώματα τον τάφο Σου.

  10. Ω Αγία Τριάδα, Θεέ μου, Πατέρα, Υιέ και Άγιο Πνεύμα ελέησε τον κόσμο.

  11. Αξίωσε, Παρθένε, εμάς τους δούλους Σου να δούμε (και να γιορτάσουμε) την Ανάσταση του Υιού Σου.

«Σε τον αναβαλλόμενον…»

ε τον αναβαλλόμενον το φως, ώσπερ ιμάτιον, καθελών Ιωσήφ από του ξύλου συν Νικοδήμω, και θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, άταφον, ευσυμπάθητον θρήνον αναλαβών, οδυρόμενος έλεγεν˙ οίμοι, γλυκύτατε Ιησού˙ ον προ μικρού ο ήλιος εν Σταυρώ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφον περιεβάλλετω, και η γη τω φόβω εκυμαίνετω, και διερρήγνυτο ναού το καταπέτασμα˙ αλλ’ ιδού νυν βλέπω σε, δι’ εμέ εκουσίως υπελθόντα θάνατον˙ πώς σε κηδεύσω, Θεέ μου; ή πώς σινδόσιν ειλήσω; ποίαις χερσί δε προσψαύσω, το σον ακήρατον σώμα; ή ποία άσματα μέλψω, τη ση εξόδω, οικτίρμον; Μεγαλύνω τα πάθη σου υμνολογώ και την ταφήν σου, συν τη αναστάσει, κραυγάζων˙ Κύριε, δόξα σοι.

ταν ο Ιωσήφ, μαζί με το Νικόδημο, κατέβασε από το ξύλο του Σταυρού Εσένα, που φοράς το φως ως ένδυμα, και Σε είδε νεκρό, γυμνό, άταφο, άρχισε θρήνο γεμάτο από πόνο και κλαίγοντας έλεγε: Αλίμονο σε μένα, γλυκύτατε Ιησού! Πριν από λίγο ο ήλιος, επειδή Σε είδε να κρέμεσαι επάνω στο Σταυρό, (έχασε το φως του και) ντύθηκε το βαθύ σκοτάδι και η γη σείστηκε από τρόμο και το παραπέτασμα του Ναού (που χώριζε τα άγια από τα άγια των αγίων) σκίστηκε στα δύο. Αλλά να, τώρα εγώ βλέπω ότι Συ δέχτηκες να υποστείς το θάνατο με τη θέλησή Σου, για χάρη μου. Με ποιο θάρρος θα κηδέψω, Θεέ μου Εσένα (τον απαθή και αθάνατο); Και με ποια τόλμη θα περιτυλίξω με σεντόνια Εσένα (τον Οποίο δε χωράει το σύμπαν); Πώς να αγγίξω το πάναγνο Σώμα Σου με τα (μολυσμένα) χέρια μου; Ή ποια θρηνητικά άσματα να ψάλω κατά την εκφορά Σου, ω εύσπλαχνε Κύριε; Δοξολογώ τα Πάθη Σου, εγκωμιάζω με ύμνους την ταφή Σου, μαζί με την Ανάστασή Σου, και κραυγάζω:δόξα σε Σένα!

«Αναστάσεως ημέρα….»

ναστάσεως ημέρα, και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει, και αλλήλους περιπτυξώμεθα. Είπωμεν, αδελφοί, και τοις μισούσιν ημάς˙ Συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει, και ούτω βοήσωμεν˙ Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος.

ήμερα είναι η μέρα της Ανάστασης! Ας γίνουμε λαμπροί και ακτιβολούντες για χάρη της μεγάλης αυτής γιορτής, και ας αγκαλιαστούμε ο ένας με τον άλλο. Ας πούμε, αδέρφια, και σ’ αυτούς που μας μισούν: Εμπρός, ας συγχωρήσουμε τα πάντα για χάρη της Ανάστασης (του Χριστού)˙ και τότε (αφού κάνουμε αυτό και συμφιλιωθούμε με τους εχθρούς μας) ας κραυγάσουμε (χαρμόσυνα): Ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, αφού με το θάνατό Του κατανίκησε το θάνατο και χάρισε ζωή στους νεκρούς, που βρίσκονται μέσα στα μνήματα

 

Επικοινωνήστε μαζί μας