Καμπάσης Μηνάς Τάξη Δ΄

 

   Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Είχαν δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ο βασιλιάς πέθανε και έμειναν οι τρεις τους. Ήρθε ο καιρός, που θα πέθαινε και η βασίλισσα. Κάλεσε κοντά τα παιδιά της και τους έδωσε ευχή και κατάρα, «να μη σώσουν ποτέ άνθρωπο που πνίγεται, αλλά να τον σπρώξουν να πάει πιο βαθιά». Μετά από αυτό η βασίλισσα πέθανε. Τα παιδιά από τη λύπη τους για το θάνατο της μητέρας τους είχαν δύο χρόνια να βγούνε έξω από το παλάτι. Μια μέρα εκεί που καθόντουσαν, αποφάσισαν ότι ήρθε ο καιρός να πάνε μια βόλτα με τη βάρκα τους στην ανοιχτή θάλασσα. Έτσι και έκαναν. Ντύθηκαν καλά, πήραν τη βάρκα τους και ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Σταμάτησαν σε μια ερημική παραλία να ξεκουραστούν λίγο και να απολαύσουν την ομορφιά του πελάγους. Ξαφνικά, εκεί που καθόντουσαν, άκουσαν μια δυνατή φωνή να φωνάζει:

       -Βοήθεια, βοήθεια, σώστε με. Ήταν μια κοπέλα, που πάλευε στη θάλασσα να μην πνιγεί.

       -Αδερφέ, λέει η βασιλοπούλα, πρέπει να τη σώσουμε.

Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκαν την ευχή – κατάρα της μάνας τους και προς στιγμή δίστασαν, αλλά τελικά αποφάσισαν και έσωσαν την κοπέλα. Την πήγαν στο παλάτι και εκεί, αφού την περιποιήθηκαν, τη ρώτησαν πώς βρέθηκε καταμεσής στο πέλαγος. Αυτή τους είπε ότι ταξίδευε μ’ ένα μεγάλο καράβι και ζαλίστηκε και έπεσε στη θάλασσα. Τους διηγήθηκε ότι δεν είχε συγγενείς και τα βασιλόπουλα την κράτησαν στο παλάτι. Ζούσαν όλοι μαζί αγαπημένοι σαν αδέρφια. Η βασιλοπούλα, όταν πια μεγάλωσαν, πίεζε τον αδερφό της να παντρευτεί την κοπέλα:

       -Τόσα χρόνια την έχουμε κοντά μας, του έλεγε, την ξέρουμε καλά, είναι καλό κορίτσι.

Το βασιλόπουλο όμως είχε αμφιβολίες, γιατί δεν ήξερε την καταγωγή της. Τελικά όμως, η βασιλοπούλα τον έπεισε και σε λίγο καιρό παντρεύτηκαν. Μετά από λίγο καιρό έγινε πόλεμος και το βασιλόπουλο έπρεπε να πάει να πολεμήσει. Έτσι, πριν φύγει, κάλεσε τη γυναίκα του και την αδερφή του και τις παρακάλεσε να είναι αγαπημένες και ενωμένες σαν μια γροθιά, μέχρι αυτός να γυρίσει. Αφού ο βασιλιάς έφυγε για τον πόλεμο, η γυναίκα του μια μέρα βρήκε ένα βοσκό και του είπε:

       -Θα σου δώσω όσα χρήματα μου ζητήσεις φτάνει να μου βρεις αυγά φιδιού.

Την άλλη ημέρα ο βοσκός τής πήγε τρία αυγά φιδιού. Στο μεταξύ αυτή είχε αρχίσει να κακομεταχειρίζεται τη βασιλοπούλα και μια μέρα την ανάγκασε με πονηριά να φάει τα αυγά του φιδιού. Τα αυγά στην κοιλιά της βασιλοπούλας έγιναν μικρά φιδάκια που, όσο περνούσε ο καιρός, μεγάλωναν και φούσκωνε η κοιλιά της, χωρίς να ξέρει η ίδια τι έχει. Η γυναίκα του βασιλιά έκατσε και έγραψε ένα γράμμα στο βασιλιά και μέσα του έγραφε ότι η αδερφή του γυρίζει μέρα νύχτα, κάνει κακή ζωή, «γι’ αυτό και εγώ την έχω κλειδώσει στο δωμάτιό της»  και ακόμη του έγραψε ότι είναι έγκυος.

      -Γράψε μου, του έλεγε, τι να κάνω για να μην προσβάλλει το όνομά σου.

Ο βασιλιάς της απάντησε:

     -Ό,τι νομίζεις εσύ σωστό κάνε. Όταν γυρίσω, δε θέλω να τη βρω σπίτι.

Έτσι λοιπόν, μια μέρα η γυναίκα του βασιλιά την έβαλε μέσα σε μια βάρκα και διέταξε ένα βαρκάρη να την πάει σε ένα ερημικό νησί και εκεί, αφού τη σκοτώσει, να της βγάλει τα μάτια και να της τα φέρει πίσω. Ο βαρκάρης την πήγε στο νησί. Εκεί η βασιλοπούλα κλαίγοντας τον παρακάλεσε να μην τη σκοτώσει. Ο βαρκάρης άκουσε τα παρακάλια της, τη λυπήθηκε, της είπε τι εντολή είχε πάρει από τη γυναίκα του αδερφού της και στη συνέχεια την άφησε μόνη της στο νησί να πεθάνει, αφού έτσι κι αλλιώς θα την έτρωγαν τα φίδια, που είχε στην κοιλιά της. Για να πιστέψουν ότι τη σκότωσε έβγαλε τα μάτια ενός σκύλου και τα έδωσε στη γυναίκα του βασιλιά και εκείνη, για να τον ευχαριστήσει, του έδωσε πολλά χρήματα. Σε λίγες μέρες επάνω στο ερημικό νησί πήγε ένας αρχιτσέλιγκας με τους φίλους του για κυνήγι. Εκεί βρήκαν τη βασιλοπούλα και την πήρε σπίτι του. Η μάνα του αρχιτσέλιγκα θύμωσε και του έλεγε:

       -Τι θέλει μια έγκυος κοπέλα μόνη στην ερημιά;

Ακούγοντας αυτά η βασιλοπούλα της εξήγησε ότι είχε φίδια στην κοιλιά και δεν ήταν έγκυος. Τότε η μάνα του αρχιτσέλιγκα έβρασε ένα μεγάλο καζάνι με γάλα και της είπε να σκύψει πάνω απ’ αυτό. Σε λίγο όλα τα φίδια, που ήταν στην κοιλιά της, έπεσαν μέσα στο γάλα. Η βασιλοπούλα ευχαριστήθηκε πάρα πολύ και έμεινε μαζί τους. Σε λίγο καιρό παντρεύτηκε με τον τσέλιγκα, έκαναν δύο παιδιά και ζούσαν ευτυχισμένοι. Ο βασιλιάς έχασε τον πόλεμο και γύρισε στο παλάτι του. Από τη στενοχώρια του για την ήττα του και για το χάσιμο της αδερφής του αρρώστησε πολύ βαριά. Επειδή πίστεψε ότι είχε έρθει ο καιρός να πεθάνει, έβγαλε βασιλική διαταγή και όποιος ήθελε μπορούσε να πάει να τον δει. Το έμαθε ο τσέλιγκας και είπε στη γυναίκα του ότι θα πήγαινε να δει το βασιλιά. Αυτή τον παρακάλεσε να την πάρει μαζί του, καθώς επίσης και τα παιδιά του. Στο δρόμο που πήγαιναν η βασιλοπούλα είπε στα παιδιά της να της ζητήσουν μπροστά στο βασιλιά να τους πει ένα παραμύθι. Τα παιδιά έτσι έκαναν. Άρχισαν να παρακαλούν τη μητέρα τους για ένα παραμύθι.

     - Βασιλιά μου, του είπε αυτή, θες να ακούσεις ένα παραμύθι;

 Εκείνος συμφώνησε, αφού ένοιωθε πολύ ευχάριστα από την παρουσία τους. Όταν άρχισε να λέει την ιστορία της, μια – μια πληγή του βασιλιά άρχισε να γιατρεύεται. Όταν έφτασε στο σημείο που κάποτε αποφάσισαν ότι θα την έδιωχναν από το σπίτι, ο βασιλιάς τα κατάλαβε όλα και την παρακάλεσε να σταματήσει. Φώναξε τη γυναίκα του και της είπε ότι τα έμαθε όλα γι’ αυτήν και για τιμωρία την έδεσε πίσω από μια άμαξα που την έσερναν δύο άλογα και σκοτώθηκε. Ο βασιλιάς έφερε στο παλάτι την αδερφή του με τον άντρα της. Μάλιστα, τους έβαλε στο θρόνο, αφού σ’ αυτούς άξιζε να κάθονται εκεί.

 

Επιστροφή  

στα Παραμύθια