Μαρία Φαρούπου Τάξη Γ'

 

  Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε μια πανέμορφη κόρη. Ο βασιλιάς καθημερινά της έλεγε ότι έπρεπε να παντρευτεί, αλλά αυτή δεν ήθελε, μόνο έλεγε στον πατέρα:
-Όταν βρω το ταίρι μου, θα παντρευτώ.
Μια μέρα ο βασιλιάς της λέει:
-Θα σου φέρω ένα νεαρό πρίγκιπα να τον πάρεις για άντρα σου και, αν δε σου αρέσει, θα σε κλείσω στη φυλακή .
Η βασιλοπούλα, όταν είδε τον πρίγκιπα, δεν της άρεσε και έτσι ο πατέρας της την έκλεισε στη φυλακή. Το βράδυ οι δεσμοφύλακες της φυλακής κουβέντιαζαν στον διάδρομο και λέει ο ένας στον άλλο:
-Σήμερα μου έφεραν μια πολύ όμορφη κοπέλα να προσέχω στο κελί. Ξέρεις γιατί την έβαλαν φυλακή;
-Γιατί δεν έβρισκε το ταίρι της να παντρευτεί, του απάντησε ο άλλος. Για τον ίδιο λόγο έχω και εγώ στο κελί μου έναν πρίγκιπα, που είναι και αυτός πολύ όμορφος.
-Ξέρεις τι θα κάνουμε; Όταν κοιμηθούν θα πάρουμε τον πρίγκιπα με το κρεβάτι του και θα τον πάμε στο κελί της βασιλοπούλας να δούμε αν ταιριάζουνε, του είπε ο άλλος δεσμοφύλακας.
Έτσι και έγινε. Το βράδυ, που είχαν κοιμηθεί όλοι, πήραν οι δύο δεσμοφύλακες τον πρίγκιπα και τον έβαλαν δίπλα στη βασιλοπούλα κι, όταν τους έβγαλαν τα σκεπάσματα, είδαν ότι ήταν ένα πολύ ταιριαστό ζευγάρι.
Τότε αποφάσισαν να τους αφήσουν μαζί μέχρι την αυγή και μετά τους χωρίζουν. Την νύχτα όμως η βασιλοπούλα και ο πρίγκιπας ξύπνησαν. Αμέσως άρεσε ο ένας στον άλλο, αγαπηθήκανε και αντάλλαξαν τα δαχτυλίδια τους και μετά τους πήρε ο ύπνος.
Την αυγή οι δεσμοφύλακες τους χώρισαν πάλι. Όταν ξύπνησαν, διαπίστωσαν ότι είναι χώρια και προς στιγμή νόμισαν ότι είχαν δει όνειρο, αλλά, όταν είδαν τα δαχτυλίδια τους, κατάλαβαν ότι όλα ήταν αληθινά.
Ρωτούσαν τους δεσμοφύλακες αν είδαν τίποτα τη νύχτα, αλλά αυτοί από φόβο, μήπως τους τιμωρήσουν, δεν είπαν τίποτα.
Ο πρίγκιπας από τη στενοχώρια του αρρώστησε βαριά και ο πατέρας του τον πήρε στο παλάτι. Η βασιλοπούλα μήνυσε και αυτή στον πατέρα της να τη βγάλει από τη φυλακή, γιατί είχε βρει το ταίρι της.
Μόλις βγήκε, παράγγειλε τρία ζευγάρια σιδερένια παπούτσια και μια φορεσιά, ρούχα καλόγριας. Στολίστηκε από μέσα σαν βασιλοπούλα και απ’ έξω φόρεσε τα ρούχα της καλόγριας. Πήρε μαζί της χρήματα, την ευχή της μάνας της και του πατέρα της, φόρεσε τα σιδερένια παπούτσια και ξεκίνησε για το κοντινό βασίλειο. Από το πολύ περπάτημα χάλασε το ένα ζευγάρι τα παπούτσια, όταν έφτασε κοντά σε ένα παλάτι.
Ο κόσμος εκεί ήταν αναστατωμένος και, όταν ρώτησε τι συμβαίνει, της είπαν ότι ο γιος του βασιλιά είναι άρρωστος και, όσους γιατρούς κι αν έφεραν, δεν μπόρεσαν να τον κάνουν καλά.
-Μπορώ και εγώ να δω το βασιλόπουλο; Έχω σπουδάσει γιατρός, λέει η βασιλοπούλα. Την άφησαν να τον δει, αυτός ήταν κατακίτρινος και πολύ εξαντλημένος.
Μια υπηρέτρια όμως μπαινόβγαινε συνέχεια στο δωμάτιό του και φαινόταν πολύ κακιά. Η βασιλοπούλα κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει και παρακάλεσε να της στρώσουν να κοιμηθεί στο διάδρομο.
Το βράδυ, όταν πια είχαν κοιμηθεί όλοι, η κακιά υπηρέτρια τρύπωσε κρυφά στο δωμάτιο του πρίγκιπα και του έλεγε συνέχεια:
-Θα με πάρεις για γυναίκα σου;
-Όχι, έλεγε το βασιλόπουλο, την υπηρέτρια μου θα πάρω;
Τότε η κακιά υπηρέτρια του έριξε μέσα στο γάλα υπνωτικό και, όταν το βασιλόπουλο κοιμήθηκε, με μια σύριγγα του έπαιρνε το αίμα.
Η βασιλοπούλα τα είδε όλα αυτά. Το πρωί πάει στο βασιλόπουλο και του λέει:
-Το βράδυ να μην πιεις το γάλα, μόνο να βάλεις μέσα στο στήθος σου ένα σφουγγάρι και να το ρίξεις μέσα, μετά να κάνεις τον κοιμισμένο και, ό,τι και αν σου κάνει η υπηρέτρια, να μην κουνήσεις ούτε να μιλήσεις, γιατί θα σε σκοτώσει.
Έτσι και έγινε και εκείνο το βράδυ το βασιλόπουλο κατάλαβε ότι ήταν άρρωστος από το αίμα, που του έπαιρνε κάθε βράδυ η υπηρέτρια.
Διέταξε την επομένη ημέρα να συλλάβουν και να κάψουν ζωντανή την υπηρέτρια. Παρακάλεσε τη βασιλοπούλα, που ήταν ντυμένη σαν καλόγρια, να μείνει στη χώρα του και αυτός θα της έχτιζε ένα μεγάλο μοναστήρι να πηγαίνουν και να μένουν όλοι οι φτωχοί.
Αυτή όμως δεν ήθελε τίποτα παρά μόνο ζήτησε να της υπογράψει ένα χαρτί, που μέσα να λέει ότι θα της κάνουν ό,τι χάρη ζητήσει. Αφού πήρε το χαρτί, φόρεσε το δεύτερο ζευγάρι σιδερένια παπούτσια και ξεκίνησε για το επόμενο βασίλειο.
Όταν έφτασε εκεί, είχε λιώσει και το άλλο ζευγάρι παπούτσια. Ο κόσμος που συνάντησε ήταν λυπημένος. Όταν τους ρώτησε γιατί είναι λυπημένοι, αυτοί της απάντησαν ότι η βασιλοπούλα τους έχασε τη φωνή της και κοντεύει να πεθάνει από τη στενοχώρια της. Ένα και δύο λοιπόν πηγαίνει στο παλάτι και ζήτησε να δει την άρρωστη βασιλοπούλα.
Όταν πήγε στο δωμάτιο της άρρωστης βασιλοπούλας τη ρώτησε τι έχει, αλλά αυτή δε μιλούσε μόνο έκλαιγε. Έβγαλε τότε τα ρούχα της καλόγριας, το δωμάτιο έλαμψε από την ομορφιά της και είπε στην άρρωστη βασιλοπούλα:
-Είμαι και εγώ βασιλοπούλα και ψάχνω να βρω το ταίρι μου, πες μου τι σε βασανίζει;
Τότε αυτή με νοήματα της ζήτησε να κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι της το βράδυ να δει τι γίνεται. Όταν νύχτωσε και όλοι είχαν πάει για ύπνο, ανοίγει έξαφνα ο τοίχος και μπαίνει μέσα στο δωμάτιο ένας δράκος φοβερός και τρομακτικός, χάιδεψε την κοπέλα και αμέσως αυτή μίλησε. Αυτός συνέχεια της ζητούσε να την παντρευτεί, αυτή όμως δεν ήθελε. Όταν κόντευε να ξημερώσει, τη χάιδεψε πάλι, της πήρε τη φωνή και χάθηκε πάλι μέσα από τον τοίχο.
Η βασιλοπούλα, που τα είχε δει όλα αυτά, της ζήτησε το βράδυ που θα ξανάρθει ο δράκος να τον ρωτήσει πού μένει. Το βράδυ που ήρθε πάλι ο δράκος η άρρωστη βασιλοπούλα τον ρώτησε πού μένει, αυτός της είπε:
-Μένω καταμεσού στο πέλαγος στο ΣΑΝΤΑ ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ. Εκεί είναι ο πύργος μου, όταν χαθεί αυτός θα χαθώ και ‘γω μαζί του.
Τ’ άκουσε όλα αυτά η βασιλοπούλα, πήγε στο βασιλιά και του λέει:
-Θέλω να μου ετοιμάσεις ένα καράβι με σαράντα κανόνια, με ναύτες παλικάρια και ένα γέρο καπετάνιο, που να ξέρει πού είναι το Σάντα Μπάρμπαρα.
Όταν όλα ετοιμάστηκαν. ξεκίνησαν το ταξίδι τους, Ταξίδευαν σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες κι, όταν έφτασαν και είδαν τον πύργο, η καλόγρια τους είπε να ρίξουν με τα κανόνια τους μέχρι να γκρεμιστεί. Μα όσες κανονιές κι αν έριξαν, αυτός δεν έπεφτε.
Τότε λέει αυτή:
-Έλα, ευχή της μάνας μου και του πατέρα μου, και βοήθησέ με.
Ρίχνει μια κανονιά και αμέσως ο πύργος έγινε χίλια κομμάτια. Μέχρι να γυρίσουν στο παλάτι, η βασιλοπούλα πήρε πάλι πίσω τη φωνή της και όλα ήταν μια χαρά. Για να την ευχαριστήσουν, της ζήτησαν να μείνει μαζί τους και θα έχει ό,τι θέλει, αυτή όμως ζήτησε πάλι ένα χαρτί με την υπογραφή του βασιλιά. Με αυτό ήθελε να εξασφαλίσει το βασίλειο της σε περίπτωση που θα της έκαναν πόλεμο. Φόρεσε τα άλλα παπούτσια και ξεκίνησε πάλι για άλλο βασίλειο.
Όταν χάλασαν και τα άλλα παπούτσια, έφτασε κοντά σε ένα παλάτι και εκεί τον κόσμο τον βρήκε λυπημένο, γιατί ο αγαπημένος τους πρίγκιπας ήταν πολύ άρρωστος. Η καλόγρια ζήτησε να τον δει.
Μόλις τον είδε, τον γνώρισε πως ήταν το ταίρι της. Είδε και το δαχτυλίδι που φορούσε στο χέρι του, αλλά αυτός ήταν πολύ άρρωστος και εξαντλημένος, γιατί δεν έτρωγε καθόλου και κόντευε να πεθάνει.
Τότε ζήτησε να του φέρουν φαγητό και να την κλείσουν στο δωμάτιό του σαράντα μέρες. Μόλις κλείδωσαν το δωμάτιο, βγάζει τα ρούχα της καλόγριας και λέει στον πρίγκιπα:
-Εγώ είμαι, η αγαπημένη σου.
Ο πρίγκιπας την αναγνώρισε και άρχισε λίγο-λίγο να τρώει. Σε λίγες μέρες δυνάμωσε αρκετά. Όταν μετά από σαράντα μέρες βγήκαν από το δωμάτιο, ήταν όλο υγεία και ομορφιά.
Έστειλαν να φέρουν τους γονείς της και έγινε αμέσως ο γάμος τους με χαρές και γλέντια. Ένωσαν τα βασίλειά τους και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

 

Επιστροφή  

  στα Παραμύθια