Τριανταφυλιά Μαριάνου Τάξη Δ'

 

  Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε μια γριά και είχε ένα κόκορα. Μια μέρα ο κόκορας εκεί που σκάλιζε στο χωράφι βρήκε ένα φλουρί. Το παίρνει και τρέχει στη γριά:
-Μάνα, μάνα, βρήκα ένα φλουρί, θα το πάω στο βασιλιά να μου δώσει πολλά, της λέει.
Αμέσως ο κόκορας ξεκίνησε για το βασιλιά. Στο δρόμο που πήγαινε τον βλέπει μια πονηρή αλεπού.
«Μμ!! Καλό μεζέ βρήκα», είπε από μέσα της και τον ρωτάει:
-Πού πας από δω, κόκορα;
-Πάω στο βασιλιά το φλουρί, της λέει ο κόκορας.
-Βάζουμε στοίχημα ποιος θα πάει πιο γρήγορα στο βασιλιά; του λέει η αλεπού.
-Βάζουμε, αλλά τι θα κερδίσουμε; της απαντά ο κόκορας.
-Όποιος φτάσει πρώτος θα φάει τον άλλο, του λέει αυτή.
-Εντάξει, της λέει ο κόκορας και αρχίζουν να τρέχουν.
Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, σε κάποια στιγμή η αλεπού κουράστηκε και σταμάτησε να ξαποστάσει. Την είδε ο κόκορας και χλουπ, την τρώει.
Συνέχισε μόνος του και εκεί που πήγαινε βλέπει ένα ποτάμι.
-Βάζουμε στοίχημα ποιος θα φτάσει πρώτος στο βασιλιά; Και όποιος φτάσει πρώτος θα φάει τον άλλο, λέει ο κόκορας στο ποτάμι.
-Βάζουμε, του λέει αυτό.
Και ξεκίνησαν το τρέξιμο. Σε κάποια στιγμή το ποτάμι τελείωσε. Χλουπ, κάνει ο κόκορας και το καταπίνει όλο.
Κάποτε φτάνει και στο παλάτι, πάει κάτω από το παράθυρο του βασιλιά και φωνάζει:
-Κικιρίκου, κικιρίκου βρήκα ένα φλουρί, κικιρίκου.
Το άκουσε ο βασιλιάς και λέει στον υπηρέτη του:
-Πήγαινε πάρε το φλουρί απ’ τον κόκορα και βάλ’ τον στο κοτέτσι.
Έτσι και έγινε. Μόλις όμως μπήκε ο κόκορας στο κοτέτσι, έβγαλε την αλεπού απ’ την κοιλιά του και η αλεπού έφαγε όλες τις κότες. Την άλλη ημέρα το πρωί ξαναπήγε ο κόκορας στο παράθυρο και άρχισε να φωνάζει:
-Το φλουρί μου θέλω, το φλουρί μου θέλω.
Θυμώνει τότε ο βασιλιάς και διατάζει να τον βάλουνε στο φούρνο. Τον πιάνει τον κόκορα ο υπηρέτης και μια και δυο τον βάζει στα γρήγορα μέσα στο φούρνο.
Μόλις ο κόκορας μπήκε στο φούρνο, βγάζει από την κοιλιά του το ποτάμι που είχε καταπιεί και σβήνει το φούρνο και το επόμενο πρωί πηγαίνει πάλι στο παράθυρο και φωνάζει:
-Το φλουρί μου θέλω, το φλουρί μου θέλω.
Το άκουσε ο βασιλιάς, φοβήθηκε, γιατί σκέφτηκε ότι ο κόκορας είναι μεγάλος μάγος και διέταξε να τον βάλουν στο θησαυροφυλάκιο να πάρει όσα φλουριά θέλει.
Τότε ο κόκορας κατάπιε όλα τα φλουριά που βρήκε, γύρισε στη γριά και ζήσανε εκείνοι καλά και εμείς καλύτερα.

 

Επιστροφή  

  στα Παραμύθια