Αμαλία Μαούνη Τάξη Δ'

 

  Ήταν μια γυναίκα και είχε τρία παιδιά και τα παιδιά της ήτανε στον πόλεμο. Τα δυο παιδιά της σκοτωθήκανε και ο τρίτος γιος έστειλε γράμμα στη μάνα του.
Και της έγραφε: «Μάνα, το γράμμα αυτό θα πας να σου το διαβάσει μια γυναίκα απίκραντη, να μην έχει στενοχώριες.»
Σκέφτηκε τότε κι η μάνα : «Να πάω στην τάδε, είναι ο άντρας τση στρατιώτης, να πάω στην άλλη, είναι το παιδί τση άρρωστο. Θα πάω στη βασίλισσα, που είναι βασίλισσα είναι και νιόπαντρη, δεν έχει στενοχώριες.»
Πάει λοιπόν με το γράμμα στο χέρι, χτυπάει, της ανοίγει μια υπηρέτρια και λέει στη βασίλισσα πως τη ζητάει μια γυναίκα. Η βασίλισσα τότε λέει να περάσει και έρχεται η μάνα μπροστά στη βασίλισσα και της λέει:
-Έχω τρία παιδιά στρατιώτες και ο γιος μου μου έστειλε ένα γράμμα και παρήγγειλε πως πρέπει να μου το διαβάσει μια γυναίκα απίκραντη, χωρίς πίκρες. Εσείς που είσαστε νιόπαντρη βασίλισσα, δεν έχετε στενοχώριες.
Αλλά η μύτη της βασίλισσας ήταν πληγωμένη.
-Εγώ δεν έχω στενοχώριες; Κάτσε, τώρα που θα΄ ρθει ο βασιλιάς, μείνε κρυμμένη στο άλλο δωμάτιο. Όπου να’ ναι θα έρθει, είναι η ώρα του.
Πράγματι, μπαίνει σε λίγο ο βασιλιάς και φωνάζει:
-Μωρή, είναι άλλος πιο όμορφος από μένα;
-Όχι, βασιλιά μου, εσύ είσαι ο πιο όμορφος, του απάντησε η βασίλισσα.
Κι άρχισε να τη χτυπάει με τη ζωστήρα του και σουρώνουν τα αίματα από τη μύτη της. Της το ‘πε αυτό και σηκώθηκε κι έφυγε.
Φωνάζει τότε η βασίλισσα τη μάνα και της λέει:
-Είδες που είμαι κι εγώ άτυχη γυναίκα;
-Να πεις στο βασιλιά πως είναι άλλος πιο όμορφος απ’ αυτόν και πιο πλούσιος, τη συμβούλεψε τότε η γυναίκα.
-Άμα το πω αυτό, θα με σκοτώσει, φοβήθηκε η γυναίκα.
-Δε σε σκοτώνει. Θα πεις πως είναι της Αγκαιριάς το βασιλόπουλο. Κι άμα σε ρωτήσει πού τον ξέρεις, θα πεις πως ήσασταν συμμαθητές στο σχολείο.
Κι έτσι έγινε. Πάει ο βασιλιάς στο παλάτι και φωνάζει:
-Μωρή, είναι άλλος πιο όμορφος από μένα;
-Είναι, του απαντάει η βασίλισσα.
-Ποιος; ρώτησε εκείνος.
-Της Αγκαιριάς το βασιλόπουλο. Και πιο όμορφος και πιο πλούσιος.
-Πού τονε ξέρεις; τη ρώτησε τότε ο βασιλιάς.
-Τονε ξέρω, που ήμασταν συμμαθηταί στο σχολείο.
-Το ξέρω, απάντησε ο βασιλιάς, είναι πιο όμορφος και πιο πλούσιος από μένα.
Και δεν την πείραξε.
Το πρωί σ’κώνεται και θέλει να πάει στην Αγκαιριά να τονε βρει. Όμως δεν τον εδέχντανε (δεχόντουσαν), ο βασιλιάς έπρεπε να πάει το Σάββατο. Λέει τότε κι αυτός απορημένος:
-Μα εγώ είμαι ο βασιλεύς, της Ελλάδας ο βασιλεύς.
Λέει τότε κι ο υπηρέτης :
-Να περάσει.
Μπήκε μέσα, χαιρέτισε και είπε:
-Έχετε χαιρετισμούς από τη γυναίκα μου.
-Ποια είναι, ρώτησε το βασιλόπουλο.
-Έχεις τα άλμπουμ; Εκείνη λέει πως ήσασταν συμμαθητές στο σχολείο.
Ανοίγει τότε τα άλμπουμ από την πρώτη τάξη ως το πανεπιστήμιο. Δεν ήταν πουθενά. Ρωτάει τότε το βασιλόπουλο:
-Αυτή είναι;
-Όχι.
-Αυτή είναι;
-Όχι.
-Ποια είναι λοιπόν; Για έλα εδώ.
Πάνε στην κρεβατοκάμαρά του και είχε μια φωτογραφία της βασίλισσας μεγάλη δίπλα στο κρεβάτι.
-Αυτή είναι η γυναίκα μου! αναφώνησε ο βασιλιάς.
Το βασιλόπουλο όμως, που αγαπούσε κρυφά τη βασίλισσα, θέλησε να φιλοξενήσει το βασιλιά και να στείλουν να φέρουν και τη γυναίκα του. Ο βασιλιάς αρνήθηκε. Τότε το βασιλόπουλο του έδωσε ένα μαργαριταρένιο περιδέραιο, να το δώσει στη βασίλισσά του για δώρο. Να της το δώσει σαν ενθύμιο, που ήταν μαζί συμμαθητές.
Το πήρε το περιδέραιο ο βασιλιάς κι έφυγε και στο δρόμο σκεφτόταν: «Είχε δίκιο η γυναίκα μου, είναι πιο όμορφος και πιο πλούσιος από μένα.» Και από τότε δεν την ξαναχτύπησε.
Μια μέρα ήθελαν να πάνε σε ένα χορό.
-Δε βάζεις αυτό το περιδέραιο, που σου το έστειλε δώρο το βασιλόπουλο, της ζήτησε ο άντρας της. Βάλ’ το, που είναι τόσο ωραίο κόσμημα!
-Εγώ δε βάνω τα πατρικά μου, θα φορέσω το ξένο;
-Δεν πειράζει, φόρεσέ το, επέμενε εκείνος.
Τέλος πάντων, του έκανε το χατίρι. Όμως, όπως το φορούσε γίνεται πουλί και χάνεται από μπροστά του, γιατί το περιδέραιο το είχε μαγεμένο το βασιλόπουλο. Αυτός όμως την περίμενε και είχε μια στέρνα γεμάτη νερό. Φτάνει εκεί το πουλί, μπαίνει μέσα στη στέρνα και ξαναγίνεται άνθρωπος.
Και απόμειναν οι δυο μαζί κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

 

Επιστροφή  

  στα Παραμύθια