Νίκος Τριαντάφυλλος Τάξη Γ'

 

  Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο φίλοι αχώριστοι. Ο ένας σπούδασε και έγινε σπουδαίος και τρανός αξιωματικός του στρατού, ο άλλος κάθισε στο χωριό του και έγινε ράφτης. Ο ράφτης παντρεύτηκε και έκανε τρία παιδιά δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Ο αξιωματικός παντρεύτηκε κι αυτός και έκανε μία κόρη.
Τα χρόνια πέρασαν και ο μεγάλος γιος του ράφτη πήγε φαντάρος. Την μέρα που ορκιζότανε πήγε ο πατέρας του να τον δει. Εκεί είδε το φίλο του, τον αξιωματικό, ο οποίος κρυβότανε, γιατί ντρεπότανε για τον φτωχό και άσημο φίλο του. Όταν τελείωσε η ορκωμοσία, ο πλούσιος αξιωματικός άρχισε να δίνει συμβουλές στους κατώτερούς του να φέρονται καλά στους στρατιώτες.
Ο φτωχός ράφτης τον πλησίασε και προσπάθησε να του μιλήσει, αλλά αυτός τον απέφευγε. Τελικά, μετά από αρκετή προσπάθεια του μίλησε:
-Πώς βρέθηκες εδώ; τον ρώτησε ο αξιωματικός.
-Να, ο γιος μου είναι φαντάρος και ήρθα να τον δω, του απάντησε ο φτωχός ράφτης.
-Έχεις άλλα παιδιά; τον ξαναρωτάει ο αξιωματικός.
-Ναι, έχω άλλα δύο, ένα γιο, που πηγαίνει στο λύκειο και μία κόρη, που πηγαίνει γυμνάσιο. Εσύ έχεις παιδιά; τον ρώτησε ο ράφτης.
-Αμέσως το πρόσωπο του αξιωματικού σκοτείνιασε:
-Αχ, του λέει, εσύ πρέπει να είσαι ευτυχισμένος, γιατί εγώ έχω μια κόρη, που έχει το δαιμόνιο μέσα της. Την έχω πάει παντού, αλλά δεν μπορεί να γίνει τίποτα.
Τότε ο φτωχός ράφτης του λέει ότι ξέρει κάποιο μοναχό ερημίτη που γιατρεύει τέτοιες ασθένειες και προέτρεψε τον αξιωματικό να πάει την κόρη του εκεί.
Πραγματικά, έτσι και έγινε. Ο αξιωματικός μια μέρα πήρε την κόρη του και πήγαν στη σπηλιά που έμενε ο ερημίτης μοναχός. Καταμεσής της σπηλιάς υπήρχε ένας βράχος. Ο μοναχός διέταξε να φύγουν όλοι από τη σπηλιά. Αφού έφυγαν, έβαλε την κοπέλα επάνω στο βράχο και αυτός άρχισε να προσεύχεται στο Θεό να την κάνει καλά, η κοπέλα όμως άρχισε να ουρλιάζει, έφυγε από κει που καθόταν, ανέβηκε πάνω στον ώμο του μοναχού και προσπάθησε να τον πνίξει. Ο μοναχός αντιστάθηκε και την έσπρωξε με δύναμη. Από το σπρώξιμο αυτή έπεσε πάνω στο βράχο και σκοτώθηκε.
Όταν το είδε ο μοναχός, τα χάσε και άρχισε να προσεύχεται στο Θεό να την αναστήσει. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε. Έτσι, ο μοναχός έφραξε την είσοδο της σπηλιάς με κλαδιά και ξεκίνησε για το βουνό.
Επί χρόνια πολλά σερνόταν πάνω στους βράχους προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να ζητήσει συγχώρηση από το Θεό, γατί είχε σκοτώσει την κοπέλα. Εν τω μεταξύ τα ρούχα του είχαν σκιστεί και σε όλο του το σώμα είχαν φυτρώσει τρίχες και περισσότερο έμοιαζε με ζώο παρά με άνθρωπο.
Μια μέρα ο αξιωματικός πήρε τους στρατιώτες του και πήγαν στο βουνό για ασκήσεις. Εκεί βρήκαν το μοναχό και, επειδή δεν κατάλαβαν αν είναι άνθρωπος ή ζώο, τον πήραν μαζί τους και τον έβαλαν στο στάβλο μαζί με το άλογο του αξιωματικού.
Την επομένη ημέρα ο αξιωματικός πήγε να τον δει. Αυτός καθισμένος στη γωνιά του στάβλου δε μιλούσε καθόλου. Τελικά, μετά από πολλή προσπάθεια άρχισε να λέει στον αξιωματικό την ιστορία του.
Ο αξιωματικός τον λυπήθηκε, τον περιποιήθηκε και μετά τον πήρε και πήγαν στη σπηλιά να πάρουν τα κόκαλα της πεθαμένης κόρης του.
Μπαίνοντας στη σπηλιά, είδαν να κάθεται επάνω στο βράχο ολοζώντανη η κόρη του αξιωματικού! Είχε γιατρευτεί απ’ την αρρώστια της!
Προς δόξα του Θεού, που την έκανε καλά, ο αξιωματικός έχτισε ένα μοναστήρι για γυναίκες

 

Επιστροφή  

  στα Παραμύθια