Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια γριούλα και είχε ένα γιο. Πέθανε ο άντρας της, έμεινε μόνη της, ήτανε πολύ αγαθή, δούλευε, μεγάλωνε ο γιος της, αλλά ήταν πάρα πολύ τεμπέλης. Περάσαν τα χρόνια, κουράστηκε πια να δουλεύει και έλεγε στο γιο της:
-Σήκω, Γιάννη, να πας κι εσύ να δουλέψεις, γιατί δεν μπορώ πια.
Δούλευε στα χωράφια, όποιος κι αν τη φώναζε πήγαινε, έπλενε, έκανε διάφορες δουλειές και πήγαινε το φαγητό στο γιο της. Αλλά ο γιος της όλη μέρα ήταν στο κρεβάτι, δεν σηκωνόταν καθόλου. Όπου μια μέρα απελπίστηκε και λέει:
-Πήγαινε, παιδί μου, να δουλέψεις! Εγώ είμαι γριά, αρρώστησα και δεν μπορώ να δουλέψω άλλο. Τι θα φάμε;
Από την πολλή γρίνα της γριάς (της μαμάς της καημένης) σηκώθηκε ο Γιάννης, βγήκε από το σπίτι, πήγαινε από πόρτα σε πόρτα, ντρεπότανε να ζητήσει δουλειά, γιατί ήτανε πάρα πολύ τεμπέλης. Όπου σταμάτησε σ’ ένα χασάπικο.
Κοίταζε την πόρτα, τον κοίταζε κι ο χασάπης από μέσα. Ούτε μέσα έμπαινε ούτε μίλαγε. Ο χασάπης ο καημένος του λέει:
-Τι θέλεις;
Αυτός δε μίλησε. Πιάνει ο χασάπης από το τσιγκέλι του (δεν είχανε ψυγεία) μια κοιλιά και του τη δίνει, γιατί φαντάστηκε ότι μπορεί να πεινούσε και να μην είχε να φάει. Την κράταγε ο Γιάννης την κοιλιά, περπάταγε στο δρόμο, περπάταγε-περπάταγε, δεν ήξερε τι να την κάνει. Έφτασε στη θάλασσα. Έλεγε τώρα ο Γιάννης:
-Τι να την κάνω τώρα αυτήν την κοιλιά; Να την πετάξω; Να την πάω στη μάνα μου να τη μαγειρέψει να τη φάει;
Δεν ήξερε και τι να κάνει! Είδε μακριά στη θάλασσα ένα καράβι που πέρναγε. Άρχισε τότε να φωνάζει:
-Εεε, βοήθεια, βοήθεια!
Ο καπετάνιος λέει:
-Ας πάμε στη στεριά! Μήπως αυτός πνίγεται; Τι έπαθε;
Πάει λοιπόν στο Γιάννη και του λέει:
-Τι θέλεις, βρε;
-Να, αυτή την κοιλιά την κρατάω και δεν ξέρω τι να την κάνω, απαντά ο Γιάννης.
-Ρε συ, του λέει ο καπετάνιος, εμείς νομίζαμε ότι πνιγόσουνα! Να την καθαρίσεις την κοιλιά! Δε μας παρατάς να πάμε στη δουλειά μας!
Λέει τότε ο Γιάννης:
-Και τι να σας λέω λοιπόν, αντί να φωνάζω «βοήθεια»;
-Να μας λες: ώρα καλή στην πρύμνη σας, απαντά ο καπετάνιος.
Έφαγε αρκετό ξύλο ο Γιάννης από τους ναυτικούς. Κλαμένος, πήρε την κοιλιά, προχώραγε στο δρόμο και έλεγε:
-Ώρα καλή στην πρύμνη σας και αγέρα στα πανιά σας κι ούτε πουλί πετάμενο να μη βρεθεί μπροστά σας.
Στο δρόμο συναντά ένα γάμο. Τα βιολιά έπαιζαν, ο κόσμος χόρευε κι ο Γιάννης με την κοιλιά στο χέρι άρχισε κι έλεγε:
-Ώρα καλή στην πρύμνη σας και αγέρα στα πανιά σας κι ούτε πουλί πετάμενο να μη βρεθεί μπροστά σας.
Τον τσακώνουνε στο ξύλο πάλι οι άλλοι. Τις τρώει πάλι! Λέει τότε ο Γιάννης:
-Γιατί με δέρνετε;
-Γάμος είναι κι εσύ λες τέτοια πράγματα; Απαντούν οι άλλοι.
-Μα εγώ δεν ξέρω, λέει ο Γιάννης. Μου το είπανε από τη θάλασσα…
-Όχι, του λένε αυτοί. Θα λες: Να ζήσετε! Να ζήσετε! Να ζήσετε!
Στο μεταξύ προχώραγε-προχώραγε ο καημένος ο Γιάννης, ούτε στη μάνα του πήγε ούτε στο σπίτι του. Στο δρόμο που πήγαινε συνάντησε μια κηδεία. Εκεί που κόσμος έκλαιγε, άρχισε ο Γιάννης:
-Να ζήσετε! Να ζήσετε! Να ζήσετε!
Άλλο ξύλο ο Γιάννης! Έφαγε το ξύλο του και με την κοιλιά στα χέρια αναρωτιόταν:
-Μα και τι να λέω; Πάω στον ένανε, λέω «ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρα στα πανιά σου», μου λένε «όχι, δε θα λες έτσι», σας λέω «να ζήσετε», μου λέτε πάλι τα ίδια!
-Όχι, του λένε, δε θα λες έτσι. Θα λες: Θεός σχωρέσ’ τον. Αυτό είναι το σωστό.
Περπάτησε ο καημένος ο τεμπέλης απελπισμένος από το πολύ ξύλο, την κοιλιά στα χέρια του δεν την είχε καθαρίσει. Προχώραγε στο δρόμο κι έλεγε:
-Θεός σχωρέσ’ τον! Θεός σχωρέσ’ τον!
Έφτασε στο σπίτι του.
-Τώρα, λέει, τι να κάνω; Η μάνα μου λείπει. Εγώ τι να κάνω;
Μπαίνει μέσα η μάνα του Γύρισε από τη δουλειά κουρασμένη και του λέει;
-Δε μου λες, παιδί μου, βρήκες δουλειά για να φέρεις να φάμε;
-Δεν πάω πουθενά, λέει ο Γιάννης. Να με αφήσεις! Όπου κι αν πήγα, ξύλο έφαγα!
-Γιατί, Γιάννη; Τον ρωτά η μάνα του.
Κάθισε τότε ο Γιάννης και της διηγήθηκε όλα όσα είχε πάθει.
-Τι να σου πω , παιδί μου! Του λέει η μάνα του. Αυτή την κοιλιά ποιος σου την έδωσε;
-Ο χασάπης, μάνα.
-Μα για να βρεις δουλειά σε έστειλα!
-Δε βρήκα πουθενά δουλειά. Λέει ο Γιάννης.
Απελπισμένη η μάνα του, στενοχωρεμένη, γιατί γέρασε πια και δεν μπορούσε, γυρίζει και του λέει:
-Τι να σου κάνω, παιδί μου! Εσύ μια ζωή θα κοιμάσαι και στη ζωή σου ποτέ χαΐρι και προκοπή να μη δεις!
Όπως καθότανε, πέφτει στο κρεβάτι και ξαπλώνει πάλι! Αρχίσανε τότε όλοι:
-Γιατί, Γιάννη δε σηκώνεσαι;
-Μου είπε η μάνα μου χαΐρι και προκοπή να μη δω στη ζωή μου!
-Σήκω, του λένε, γιατί κι ο πνιγμένος (όταν πέσει στη θάλασσα) κουνάει τα χέρια του. Έτσι κι εσύ πρέπει να σηκωθείς, να κουνήσεις χέρια, πόδια. Η μαμά σου γέρασε.
Αυτός τίποτα. Καθότανε πάνω στο κρεβάτι και περίμενε να του φέρει η μάνα του να φάει. Ώσπου έπεσε η μάνα του στο κρεβάτι, αρρώστησε κι ο Γιάννης εκεί! Καθότανε! Τότε πια ήρθαν κάποιοι και του λένε:
-Αμ τότες, Γιάννη, πέρασες τους σαρανταπέντε (Γιάννηδες)! Χαΐρι και προκοπή δε θα δεις!
Πέθανε η μάνα του κι Γιάννης γύριζε από τη μια δροσιά (σκιά) στην άλλη και περίμενε να τον ταΐσουνε, για να φάει.
Και μετά κάθισε και θυμότανε της μάνας του τα λόγια και το ξύλο που έφαγε, αλλά πια ήταν πολύ αργά για το Γιάννη, που έμοιασε τους σαρανταπέντε (Γιάννηδες). Γέρασε και πέθανε, χωρίς να δει στη ζωή του χαΐρι και προκοπή.

 

Επιστροφή  

  στα Παραμύθια