Βαγγέλης Καμπάσης Τάξη Δ'

 

  Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρεις γιους. Αυτοί μεγάλωσαν και ήθελαν να παντρευτούν. Τη νύφη τη διάλεξε ο βασιλιάς και ήταν μια όμορφη βασιλοπούλα. Όμως την ήθελαν και οι τρεις γιοι.
Έλεγε ο μεγάλος :
-Μπαμπά, εμένα να τη δώσεις, που είμαι πιο μεγάλος και προκομμένος.
Ο άλλος έλεγε:
- Εμένα να τη δώσεις, που είμαι πιο προκομμένος.
Ο τρίτος έλεγε:
-Όχι, εμένα να τη δώσεις, που είμαι ο πιο προκομμένος από όλους.
Ο βασιλιάς τότε είπε:
-Έχουμε μια ροδιά στο χωράφι, που κάνει ωραία ρόδια, αλλά κάθε βράδυ πάει ο δράκος και τα τρώει. Λοιπόν, να πάει ένας το βράδυ να φυλάξει το δράκουλα, να φέρει ένα ρόδι που να μην το έχει κλέψει ο δράκουλας, για να δούμε αν είναι άξιος να πάρει τη βασιλοπούλα.
Λέει ο ένας γιος:
-Εγώ θα πάω, μπαμπά, ο μεγάλος.
Πήγε, λέει, κάθισε λίγο κάτω από τη ροδιά να την φυλάξει και, επειδή ήταν πολύ προκομμένος, τον πήρε ο ύπνος. Το πρωί πάει ο μπαμπάς, μετράει τα ρόδια, έλειπε ένα.
Λέει:
-Έλα εδώ, εσύ θέλεις γυναίκα αυτήνανε; Δεν την παίρνεις, γιατί και όλες τις δουλειές, που κάνεις, κοιμάσαι.
-Μα μπαμπά, δεν κοιμάμαι, αλλά άργησε να έρθει ο δράκος και με πήρε λίγο ο ύπνος.
Του απάντησε ο πατέρας του:
-Όχι, δεν είσαι άξιος για να την παντρευτείς.
-Εντάξει.
-Θα πάει απόψε ο δεύτερος γιος.
Λέει ο δεύτερος γιος:
-Εγώ, μπαμπά, θα πάω και θα τον σκοτώσω. Θα πάρω και λίγο ψωμί.
Δέχτηκε ο πατέρας.
-Εντάξει, παιδί μου. Να πάρεις και ψωμί και νερό και όλα.
Πήγε κι αυτός, καθότανε, καθότανε, την ώρα που ήταν δώδεκα, ωπ, τον πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκε. Το πρωί σηκώθηκε ο μπαμπάς του, πάει, πάλι έλειπε το ρόδι. Κι αυτός ανάξιος.
Του λέει:
-Κι εσύ, γιε μου! Δεν είσαι καλός για να παντρευτείς τη βασιλοπούλα. Γιατί κοιμάσαι και οι δουλειές που κάνεις είναι κι αυτές τεμπέλικες.
Φώναζε ο δεύτερος γιος
-Γιατί, μπαμπά; Όχι.
Ο πατέρας έβγαλε απόφαση:
-Τώρα θα πάει ο τρίτος.
-Αυτός είναι μικρός, έφερε αντίρρηση ο δεύτερος γιος.
-Εγώ θα πάω, απάντησε ο μικρότερος γιος.
Πήγε ο μικρός, κάθισε κάτω από τη ροδιά. Μόλις είδε ότι νύχτωσε καλά και βγήκανε τα άστρα στον ουρανό, ανεβαίνει, κόβει ένα ρόδι και κάθισε και το έτρωγε. Σπυρί-σπυρί το έτρωγε, πέρναγε η ώρα, έφτασε ο δράκος. Τον βουτάει και φώναζε, μέχρι το πρωί «τον τσάκωσα».
Σηκώνεται ο πατέρας:
-Τι συμβαίνει;
-Τον έφερα, μπαμπά, το δράκο και γλίτωσα το ρόδι, κι εγώ είμαι άξιος να παντρευτώ, του απάντησε ο μικρός γιος.
Αναρωτιούνται τότε τα αδέρφια του:
-Μα εσύ είσαι ο πιο μικρός. Πώς το έκανες;
-Βρε χαζέ, εγώ έκοψα ένα ρόδι. Κι ώσπου να φάω το ένα ρόδι πέρασε η νύχτα και ήρθε ο δράκουλας και γλίτωσα τα ρόδια. Εσείς κοιμόσαστε!
Κι έτσι, παιδιά μου, πήρε ο μικρός τη βασιλοπούλα και οι άλλοι κοιτάζανε.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 

Επιστροφή  

  στα Παραμύθια