Πέτρος Μαριάνος Τάξη Δ'

 

  Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε τρεις γιοι. Αυτός είχε και μεγάλη περιουσία .Όπου γέρασε ο καημένος και ήθελε να μοιράσει ανάλογα όλη του την περιουσία. Έβαλε τους τρεις γιους γύρω από το τραπέζι και τους λέει:
-Παιδιά μου, θα καθίσετε να σας μοιράσω όλη την περιουσία.
Άρχισε ο βασιλιάς και έλεγε :
-Εσύ θα πάρεις το ένα χωράφι, εσύ θα πάρεις το άλλο και εσύ θα πάρεις το άλλο. Και κλείσαν τα τρία χωράφια.
-Εσύ θα πάρεις το ένα σπίτι, εσύ το άλλο, εσύ το άλλο.
Όπου άρχισε, λέει, ο βασιλιάς να μοιράζει τις κατσαρόλες του, να μοιράζει τα κρεβάτια του ανάλογα. Όμως και δίκαια και σε όλα τα παιδιά, για να μην έχει κανένα παράπονο. Ώσπου τα μοίρασε όλα, τα τραπέζια του, όλα.
Έφτασε, λέει, ο βασιλιάς να έχει ένα βατοκόπι.
Έλεγε ο ένας ο γιος :
-Μπαμπά, θα μου το δώσεις εμένα.
Ο άλλος :
-Μπαμπά, θα μου το δώσεις εμένα.
Ο τρίτος :
-Εμένα.
-Όχι, παιδιά μου, τους είπε. Για να μην έχει κανείς παράπονο, θα το βάλω στο νερό να μαλακώσει, και, όταν μαλακώσει, θα σας το κόψω εις τρία και θα σας το μοιράσω.
Σταματήσαμε εμείς τα παιδιά και λέγαμε:
-Μπαρμπα- Μανόλη, μαλάκωσε το βατοκόπι;
Περιμέναμε τώρα και μεις τα μικρά να μαλακώσει το βατοκόπι. Μα το βατοκόπι δε μαλάκωνε, γιατί ήταν από σίδερο.
Και μας έλεγε ο μπαρμπα - Μανόλης:
-Παιδί μου , όταν μαλακώσει το βατοκόπι, θα το μοιράσω δίκαια και θα σας το τελειώσω το παραμύθι.
Ζήσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα.

 

Επιστροφή  

  στα Παραμύθια