Γαριφαλιά Καπούτσου  Τάξη Β'

 

  Ήταν ένα ζευγάρι πολύ όμορφοι, πολύ αγαπημένοι, νιόπαντροι και βασιλιάδες, που λάτρευαν ο ένας τον άλλον. Μια μέρα λέει ο βασιλιάς τση γυναίκας του:
-Θέλω να μου φτιάξεις ένα γλυκό μόνη σου, με τα χεράκια σου, να μην ανακατευτεί ούτε η μαγείρισσα ούτε ο ζαχαροπλάστης ούτε οι υπηρέτριες.
-Μπράβο, βασιλιά μου, να σ’ το κάμω.
-Θα το πας στο φούρνο μόνη σου, θα το φέρεις μόνη σου, θα το βάλεις στην πιατέλα….
-Μωρ’ όλα, όλα όπως τα θες.
Πιάνει κατεβαίνει στο υπόγειο κάτω, παίρνει μια καλάθα και βάνει ίσα με επτά καρύδια και όλα τα υλικά που ήθελε. Ανεβαίνει απάνω, σπάει τα καρύδια μόνη και κάνει το γλυκό μόνη και το πάει στο φούρνο μόνη.
Την είδε ο φούρναρης και της είπε:
-Εσείς, η βασίλισσα, να φέρετε το γλυκό στο φούρνο;
-Θέλω να το κάμω στο βασιλέα μόνη μου, με τα χέρια μου. Έτσι θέλει, του απάντησε εκείνη.
Πήγε και το έφερε από το φούρνο, κι εκεί που το’ κοβε, τση ξέφυγε μια πορδίτσα.
-Τι έκανες εκεί, της λέει ο βασιλιάς.
Εγέλαγε αυτή:
-Το’ θελα; Δεν το’ θελα.
-Τι θα πει δεν το’ θελες; Να φύγεις. Με πρόσβαλες. Σου ζήτησα να μου κάνεις ένα γλυκό κι αερίστηκες; Να φύγεις.
Έτσι κι έγινε. Η βασίλισσα ήταν τρεις μέρες έξω από το παλάτι κι έκλαιγε απαρηγόρητη, τόνε παρακαλούσε να μπει ξανά μέσα κι εκείνος την έδιωχνε γιατί, λέει, τον πρόσβαλε. Τση ‘ριξε κι ένα χαρτί να παίρνει όσα λεφτά θέλει. Σ’κώθηκε κι η γυναίκα κι έφυγε και πήγε απέναντι, στις Λεύκες. Βρήκε ένα δωμάτιο με μια κουζίνα και μπήκε μέσα. Ήτανε έγκυος και δεν το ήξεραν, ούτε εκείνος ούτε εκείνη. Επέρασε ο καιρός κι έκλαιγε, έκλαιγε μόνη της. Τέλος πάντων το πήρε απόφαση.
Ήρθε ο καιρός και γέννησε κι έκανε ένα ωραίο αγοράκι, ίδιος ο πατέρας του. Το βάφτισε κι έβγαλε το όνομά του. Το παιδί μεγάλωνε, πήγαινε σχολείο, άκουγε τα άλλα παιδιά που είχαν και μαμά και μπαμπά και πήγαινε στο σπίτι του κλαίγοντας:- Πού είναι εμένα ο μπαμπάς μου; Δεν έχω εγώ μπαμπά;
- Έχεις, παιδί μου, και καλό μπαμπά μάλιστα.
- Πού είναι, ρωτούσε το παιδί.
- Ταξιδεύει με τα βαπόρια.
Κι όλο ρωτούσε το παιδί πότε θα έρθει ο μπαμπάς του. Επήγε δέκα χρονών κι ακόμα ρωτούσε. Πήγε τότε κι εκείνη και του αγόρασε ρούχα, παιχνίδια και του είπε πως ήρθε ο τάδε και του τα έστειλε ο μπαμπάς του δώρο.
Είχε τώρα το παιδί χαρά και έλεγε στα άλλα παιδάκια πως ο μπαμπάς του του έστειλε δώρα. Αφού μεγάλωσε το παιδί, ξαναρώτησε τη μάνα του:
-Πού είναι ο μπαμπάς μου; Τώρα θα έχει πεθάνει;
-Θα σου πω άμα γίνεις δεκαπέντε χρονών, του απάντησε εκείνη.
Περνούσανε τα χρόνια και το παιδί περίμενε με αγωνία πότε θα γίνει δεκαπέντε χρονών για να μάθει για τον πατέρα του.
Επιτέλους, έφτασε η ηλικία του, κι έμαθε όλη την ιστορία και πως ο ίδιος ήταν γιος βασιλιά. Φεύγει τότε την Κυριακή και πάει στην Πάρο, ρωτάει σε ποιο καφενείο πάει ο βασιλιάς, το βρίσκει το καφενείο, κάθεται και στέλνει κέρασμα έναν καφέ στο βασιλέα. Την άλλη Κυριακή το ίδιο. Την τρίτη Κυριακή πάλι καφέ στο βασιλέα κέρασμα.
Τότε κι ο βασιλιάς τον φωνάζει:
-Έλα εδώ. Τίνος παιδί είσαι; Να πεις στο μπαμπά και στη μαμά σου να έρθουν μια μέρα από το παλάτι να γνωριστούμε και να φάμε μαζί.
-Μεγαλειότατε, ο πατέρας μου ταξιδεύει, απάντησε το παλικαράκι.
-Ε, τότε να έρθει η μητέρα σου, επέμενε ο βασιλιάς.
-Η μητέρα μου δεν έρχεται, αν δεν έρθει ο πατέρας μου, απάντησε το παιδί.
-Να έρθεις τότε εσύ, μόνος σου, αποκρίθηκε ο βασιλιάς.
-Θα έρθω , μεγαλειότατε, θα έρθω, δέχτηκε το παιδί.
Πριν ξεκινήσει για να πάει το παιδί στο παλάτι, πήρε λίγο σιτάρι και το πήγε στο χρυσοχόο για να το επιχρυσώσει. Μετά πήγε και βρήκε το βασιλιά στο καφενείο. Τόνε παίρνει ο βασιλιάς και τον πηγαίνει στο παλάτι, στρώνουν τραπέζι, κάθονται και ο βασιλιάς του λέει:
-Είσαι τόσο καλό παιδί, τόσο συμπαθητικό, που σε αγαπώ σαν παιδί μου.
-Κι εγώ , μεγαλειότατε, σε συμπαθώ, γιατί μοιάζεις του πατέρα μου, απάντησε το παιδί. Κι όλα ωραία στο τραπέζι σου εκτός από το ψωμί.
-Γιατί δε σ’ αρέσει το ψωμί; απόρησε ο βασιλιάς.
-Τι αλέθετε; ζήτησε να μάθει το παιδί.
-Σιτάρι, του απάντησε ο άρχοντας.
-Εμάς να δεις το ψωμί μας τι ωραίο που είναι, τι ωραίο σιτάρι που έχουμε! Εχθές, εκεί που ήμουνα, το ‘πιασα για γούστο και πήρα λίγα σπυριά και τα’ βαλα στην τσέπη μου.
Βάζει το χέρι στην τσέπη και βγάνει λίγα σπυριά επιχρυσωμένο σιτάρι.
-Α, τι ωραίο σιτάρι είναι αυτό! Μπορείς να μου προμηθέψεις κι εμένα καμιά πενηνταριά οκάδες; ρωτάει ο βασιλιάς.
-Όσο θες, βασιλιά μου, όσο θες. Μόνο που έχει ένα πρόβλημα, αποκρίνεται το παιδί.
-Τι πρόβλημα;
-Πρέπει να το σπείρει άνθρωπος που δεν έχει αεριστεί ποτέ στη ζωή του.
-Και ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; ρώτησε ο βασιλιάς.
-Εσύ, του απαντάει το παιδί. Εσύ θα πας μόνος σου να το σπείρεις. Όση ώρα κι αν χρειάζεσαι, να το πετάξεις και να το σπείρεις.
-Μα καλά, κι εγώ έχω αέρια, απάντησε τότε έκπληκτος ο βασιλιάς.
-Α, έχεις! Τότε γιατί έδιωξες τη μάνα μου, που είχε αέρια;
Πέφτει τότε ο βασιλιάς στα γόνατα και λέει:
-Παιδί μου, εσύ είσαι; Η μάνα σου είναι η βασίλισσα, η γυναίκα μου; Παρόλο που την έδιωξα και την έκανα να κλαίει απαρηγόρητα, με δέχεται τώρα, με θυμάται, με θέλει;
-Κάθε μέρα με το όνομά σου πέφτει, με το όνομά σου σηκώνεται. Η μάνα μου συγχωρεί τα πάντα, απάντησε το παιδί.
Παίρνει τότε ο βασιλιάς την άμαξα και πάει και πέφτει στα πόδια τση και έτσι ήταν ένα ωραίο τέλος.

 

Επιστροφή  

 Ι στα Παραμύθια