Μια φορά ήτανε ένας και τον πιάσανε δύο και τον βάλανε μέσα σε ένα τσουβάλι, γιατί χρωστούσε και θέλανε να τον πάνε να τον πνίξουνε. Και όπως τον πηγαίνανε, κουραστήκανε. Κουραστήκανε και τον αφήσανε κάτω μέσα σ’ ένα χωράφι και πήγανε να φάνε. Και αυτός φώναζε:
-Δεν τη θέλω τη βασιλοπούλα, δεν τη θέλω τη βασιλοπούλα
Αυτός που έβλεπε τα πρόβατα το άκουσε, παράτησε τα πρόβατα και πήγε να δει τι έλεγε.
-Βρε, τι έχεις; Γιατί σε έχουνε εδώ;
-Θέλουνε να με παντρέψουνε με τη βασιλοπούλα με το ζόρι, μα εγώ δεν τη θέλω τη βασιλοπούλα.
-Και γι’ αυτό κάνεις έτσι; Βγες από μέσα να μπω εγώ να πάρω τη βασιλοπούλα.
Τον έλυσε και μπαίνει ο βοσκός μέσα να πάνε να του δώσουνε τη βασιλοπούλα. Τον έδεσε γερά – γερά και έκατσε και έβλεπε τα πρόβατα. Γυρίσανε λοιπόν οι άλλοι, που είχανε πάει να ξεκουραστούνε. Τον βάλανε στους ώμους τους, να τον πάνε να τον πνίξουνε.
Αφού τον ρίξανε στο γιαλό γυρίσανε πίσω, τον βλέπουν που έβοσκε τα πρόβατα, και λένε:
-Καλά, εμείς σε πετάξαμε στο γιαλό κι εσύ είσαι εδώ και βλέπεις τα πρόβατα; Και τότε λέει αυτός:
-Δε με πετάξατε βαθιά. Αν με πετούσατε πιο βαθιά, θα έβγαζα πιο πολλά και μαυρομάτικα.
Τότε λένε:
-Πάμε κι εμείς να πέσουμε να βγάλουμε πολλά πρόβατα.
Πάει ο ένας και πέφτει και λέει:
-Εγώ θα πιάσω πολλά και μαυρομάτικα.
Πέφτει κι ο άλλος και λέει:
-Εγώ θα πέσω πιο βαθιά να βγάλω πιο πολλά.
Στο τέλος, όμως, και οι δυο πνιγήκανε. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 

Επιστροφή  

  στα Παραμύθια