Μια φορά ήταν ένας γέρος και χρωστούσε πολλά λεφτά σε κάποιους ανθρώπους. Αλλά δεν είχε να τα δώσει και συνεννοήθηκε με αυτούς τους ανθρώπους:
-Να έρθετε το βράδυ κάτω από το σπίτι μου και να κάνετε πως μαλώνετε, να παίζετε ξύλο και να φωνάζετε. Κι εγώ θα βγω έξω να σας δώσω ένα πάπλωμα, να μπατάρουμε (να πατσίσουμε).
Το πάπλωμα έκανε πολλά λεφτά και μπατέρνανε το χρέος.
-Να φύγετε κι εγώ θα το κανονίσω με τη γυναίκα μου, τους είπε.
Έτσι κι έγινε. Πήγανε το βράδυ κάτω από το σπίτι του, φωνές, βλαστήμιες, κακό μεγάλο.
-Να βγω, λέει, γυναίκα, να δω τι γίνεται, ποιοι είναι.
Στο μεταξύ ήταν και χειμώνας κι έκανε και κρύο και έβρεχε κιόλας λίγο, και πήρε το πάπλωμα και το έριξε στο κεφάλι του. Κατέβηκε κάτω τις σκάλες και έδωσε το πάπλωμα στους ανθρώπους κι αυτοί το πήρανε και σωπάσανε και φύγανε.
Ανέβηκε πάλι ο γέρος πάνω στη γριά του κι αυτή τον ρώτησε:
-Τι έγινε; Όλος ο καβγάς για το πάπλωμα έγινε;
-Το πήρανε το πάπλωμα και φύγανε, απάντησε ο γέρος.
Όμως το πάπλωμα το είχε δώσει μόνος του, επειδή χρώσταγε τα λεφτά.

 

Επιστροφή  

  στα Παραμύθια