Γεώργιος Τριαντάφυλλος Τάξη Δ'

 

  Ήταν μια φορά ένας και είχε πέσει μέσα σ’ ένα δρόμο και παγαίνανε οι μύγες και τον τσιμπούσανε. Κι έκανε το χέρι του ετσιδά και σκότωσε σαράντα. Και λέει: «Στον ύπνο μου σαράντα στο ξύπνιο μου….;».
Περάσανε λέει δυο δράκοι που πηγαίνανε βόλτα διαβάσανε την ταμπέλα που έγραφε «στον ύπνο μου σαράντα στο ξύπνιο μου….;» και λένε «αυτός θα είναι καλός για μας». Τον ξυπνήσανε και μετά τον πήρανε μαζί τους. Τον στείλανε για κλαδιά κι αυτός γύρευε ένα σκοινί μεγάλο να δέσει το βουνό όλο, να το κατεβάσει κάτω, να το τραβήξει, να το πάει κοντά να μην ξαναπαγαίνει.
Μόλις τον είδανε, του λένε:
-Τι κάνεις εδώ;
-Πάω να δέσω το βουνό να το φέρω κάτω να μη πηγαίνουμε όλη την ώρα.
-Για όνομα του Θεού, τι κάνεις εκεί; Θα κουβαλήσουμε εμείς για σένα.
Μετά από κάποιες μέρες ήρθε η σειρά του να φέρει νερό από το πηγάδι. Οι δράκοι είχαν ένα μεγάλο σακί για να φέρνουν νερό, αλλά αυτός ούτε αδειανό δεν το σήκωνε. Πάει λοιπόν να το γεμίσει νερό. Αυτός λοιπόν, επειδή δεν μπορούσε να το κουβαλήσει, σκέφτηκε να πει:
-Δώστε μου ένα σκοινί να δέσω το πηγάδι να το φέρουμε εδώ κοντά, από το να πηγαίνουμε πέρα κει.
Το πηγάδι όμως ήταν ξένο.
-Θα βρούμε το μπελά μας.
Τέλος πάντων, δεν τον αφήσανε να το κάνει.
Μετά είχανε μια βαριά μπάλα και την πιάνανε και την πετούσανε. Άλλος την πήγαινε 10 μέτρα, άλλος 20. Την πετάξανε πρώτα αυτοί. Μετά ήρθε η σειρά του, αλλά αυτός ούτε από κάτω δεν τη σήκωνε. Πάει κοντά και λέει:
-Βάρδα Σμύρνη, βάρδα Πόλη κι ο Σπανός θα ρίξει βόλι.
-Για όνομα του Θεού, φωνάζανε αυτοί.
Ο ένας είχε αδερφό στη Σμύρνη, ο άλλος είχε στην Πόλη, φοβόντουσαν μην πάει η μπάλα και τους σκοτώσει.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 

Επιστροφή  

  στα Παραμύθια