Θεοδοσία Δεικτά Τάξη Δ'

 

  Μια φορά ήταν ένας που τον στείλανε να βάλει νερό. Πήγε, πήρε ένα κουβά να βάλει νερό. Πήγε πάνω στο πηγάδι, βλέπει το φεγγάρι μέσα. Ήταν το πηγάδι φαρδύ και έβλεπε το φεγγάρι μέσα. Την άλλη μέρα πήγε στο χωριό και φώναζε:
-Το φεγγάρι μες το πηγάδι, το φεγγάρι μες το πηγάδι.
-Πώς θα το βγάλουμε;
Παίρνουν ένα σίδερο από τη βάρκα που φουντέρνουνε (άγκυρα). Το ρίχνουνε μέσα, για να τραβήξουν το φεγγάρι πάνω. Το τράβηξαν καμιά δεκαριά, είκοσι, ξέρω γω πόσοι ήτανε; Μετά τραβούσανε, τραβούσανε, το σίδερο (άγκυρα) μπλέχτηκε στις πέτρες, τραβούσαν, τραβούσαν, βαρύ, βαρύ, βαρύ - καμιά φορά σπα το σκοινί, πάνε όλοι ανάσκελα, βλέπουν το φεγγάρι ψηλά.
Είχαν πολύ χαρά, φωνές, χαρά που βγάλανε το φεγγάρι και το πετάξανε. Και δεν είδαν πια οι άλλοι μέσα στο πηγάδι, φαίνεται.

 

Επιστροφή  

  στα Παραμύθια