Αμαλία Μαούνη Τάξη Δ'

 

  Μια φορά ήταν ένας, που η γυναίκα του τον αγαπούσε.
-Σ’ αγαπώ άνδρα μου, σ’ αγαπώ άνδρα μου. Άμα πεθάνεις, εγώ θα κάνω, εγώ θα δείξω.
Πιάνει κι αυτός κάνει τον πεθαμένο, να δει τι θα κάνει η γυναίκα του. Ε! η γυναίκα του στενοχωρήθηκε που πέθανε, επήγανε να τον εθάψουνε.
Μες στο δρόμο που περνούσανε ήταν μια συκιά πάνω απ’ το δρόμο μεγάλη. Αυτός έκανε να δει τα μαύρα. Μόλις τον επεράσανε κάτω από τη συκιά σαλτέρνει απάνω, αρπά τη συκιά. Φύγανε αυτοί με το φέρετρο που τον είχανε μέσα κι απόμεινε η συκιά, που τον εζωντάνεψε.
Μετά γυρίσανε στο σπίτι. Η γυναίκα του του έλεγε πως τον αγαπά. Ύστερα από ένα χρόνο πέθανε στ’ αλήθεια πια, λέει. Κλαίγανε λοιπόν και φωνάζανε, τον επηγαίνανε κάτω στο νεκροταφείο. Και φώναζε η γυναίκα του:
-Μακριά απ’ τη συκιά, μην πάθουμε τα περσινά! Να μη ζωντανέψει!
Και καλά, αυτή νόμιζε πως θα ξαναζωντανέψει, αν τον πάνε από τη συκιά και έλεγε να πάνε από άλλη μεριά να τον θάψουνε.

 

Επιστροφή  

  στα Παραμύθια