Κων/να Σκιαδά Τάξη Α'

 

  Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μια γριά και είχαν ένα κριάρι, ένα γουρούνι και έναν κόκορα. Το κριάρι έφερνε ξύλα, το γουρούνι έφερνε χόρτα, ο κόκορας έφερνε ψαράκια. Με τα ξύλα άναβαν φωτιά, έβραζαν τα χόρτα, ψήναν τα ψαράκια και τρώγανε και περνούσαν ωραία.
Μια μέρα η γριά άρχισε:
-Εγώ δεν μπορώ να τρώω όλο χόρτα και ψάρια. Θέλω λίγο κρέας.
-Και πού θα το βρούμε, ρώτησε ο γέρος.
-Θα σφάξουμε το κριάρι, απάντησε η γριά.
-Και ποιος θα μας φέρνει ξύλα;
-Εγώ, γέρο μου, εγώ. Θα πάω να δω πώς τα βγάζει και τα φέρνει τα ξύλα και θα τα φέρνω εγώ.
-Εντάξει, απάντησε ο γέρος, άμα τα φέρνεις εσύ.
Πάει η γριά με το κριάρι στο δάσος για ξύλα στο βουνό, βλέπει το κριάρι που έπαιρνε φόρα και με τα κέρατά του σπούσε τα ξύλα τα ξερά και τα πήγαινε στο σπίτι .
-Γέρο μου, πανεύκολο είναι. Θα φέρνω εγώ τα ξύλα.
Σφάζει λοιπόν ο γέρος το κριάρι και λέει της γριάς του:
-Άντε, πήγαινε τώρα να φέρεις ξύλα να το μαγειρέψουμε.
Φεύγει η γριά να πάει στο βουνό να φέρει τα ξύλα, βλέπει ένα ξερό δέντρο, παίρνει φόρα, ρίχνει μια κουτουλιά, την πήραν τα αίματα. Φεύγει, πάει στο γέρο της, που της καθάρισε την πληγή και της έβαλε ιώδιο. Τέλος πάντων μάζεψε ο γέρος λίγα ξυλαράκια γύρω-γύρω και τσόκλαδα και ψήσανε και φάγανε το κριάρι.
Πέρασε πάλι λίγος καιρός κι άρχισε πάλι η γριά:
-Εγώ γέρο δεν μπορώ να τρώω όλο χόρτα και ψάρια. Θέλω λίγο κρέας.
-Βρε γριά μου, της απαντούσε ο γέρος, δε θυμάσαι τι πάθαμε με το κριάρι;
-Τα χόρτα είναι πιο εύκολα. Θα πάω να δω πώς τα βγάζει το γουρούνι και θα τα βγάλω κι εγώ.
Φύγανε τότε με το γουρούνι και πήγαιναν στο χωράφι. Εκεί είδε το γουρούνι η γριά που έσκαβε με τη μύτη κι έβγαζε τα χόρτα και τα πήγαινε στο σπίτι.
-Α, γέρο μου, αυτό είναι πολύ εύκολο, είπε η γριά.
Σφάζουν και το γουρούνι και το τρώνε.
Μετά από λίγες μέρες λέει ο γέρος τση γριάς του:
-Άντε, γριά, να φέρεις λίγα χόρτα να φάμε με τα ψάρια, που θα φέρει ο κόκορας.
Πάει η γριά στο χωράφι, βλέπει τα χόρτα, βάζει τη μύτη της κάτω να τα βγάλει, πληγώθηκε και την πήραν τα αίματα πάλι. Πάει πάλι στο γέρο της, ο οποίος της καθάρισε την πληγή και της έβαλε ιώδιο και, αφού έκατσε δυο-τρεις μέρες στο κρεβάτι, της πέρασε η μύτη. Από κει και πέρα τρώγανε πια ξερά ψάρια κι η γριά βαρέθηκε:
-Να σφάξουμε τον κόκορα να φάμε λίγη σούπα.
-Αν σφάξουμε τον κόκορα, ποιος θα μας φέρνει τα ψάρια, τη ρώτησε ο γέρος.
-Εγώ θα πάω να δω πώς τα πιάνει και θα τα φέρνω, είπε η γριά.
-Έτσι είπες και την άλλη φορά και απομείναμε νηστικοί.
-Όχι, όχι, τα ψάρια θα είναι εύκολο, δεν έχει ούτε χώματα ούτε πέτρες.
Πήγε τελικά η γριά με τον κόκορα και τον παρακολούθησε. Καθόταν ο κόκορας σ’ ένα βράχο, βουτούσε τη μύτη στο νερό και μόλις περνούσε κανένα ψαράκι το τσάκωνε. Γυρίζουν στο σπίτι και σφάζουν τον κόκορα να τον κάνουν σούπα, τόνε τρώνε και μετά λέει ο γέρος στη γριά:
-Άντε τώρα να φέρεις και κανένα ψαράκι.
Πάει η γριά και στέκεται πάνω στο βράχο και μόλις βλέπει ένα ψαράκι, χιμάει να το πιάσει με το στόμα. Γλιστράει τότε και πέφτει στο γιαλό, δεν ήξερε και μπάνιο, πνίγηκε κι έτσι γλίτωσε ο γέρος απ’ την γκρινιάρα τη γριά κι έζησε ευτυχισμένος.

 

Επιστροφή  

  στα Παραμύθια