Κυριακή Καλαργύρου Τάξη Δ'

 

  Τα πολύ παλιά χρόνια υπήρχαν άνθρωποι πολύ χριστιανοί και πολύ αγράμματοι και τότε προχωρούσαν τα πνεύματα και πείραζαν τους ανθρώπους.
        Κάποτε ένας γέρος ηλικίας 70 ετών, λεγόμενος Ματθαίος Τριαντάφυλλος, σηκώθηκε τη νύχτα να πάει στο Σωρό, που ήταν τα πράματά του (=ζώα). Αφού πέρασε το νεκροταφείο μας, χωρίς να ιδεί οπού (=πως) ερχόταν μια γυναίκα. Η γυναίκα τον ακολούθησε σηκώνοντας ένα παιδί που στο βάρος ήταν σαν μολύβι. Ο άνθρωπος με την καλοσύνη του της μίλησε και ζήτησε το παιδί να το σηκώσει, αφού εκείνη περπατούσε και αυτός ήτανε στο ζώο.
Αφού βάδισαν αρκετά, το παιδί εμίλησε στη μάνα του και της λέει τις λέξεις αυτές:
-Μάνα, να τον αγκιλώσω;
Και η μάνα απαντά:
-Όχι, παιδί μου, γιατί σε σηκώνει.
Όταν άρχισε να χαράζει, φτάνοντας σ’ ένα σταυροδρόμι άναψε ο γέρος ένα τσιγάρο, ενώ αυτή πήρε το παιδί της λέγοντας στο γέρο τις λέξεις αυτές:
-Ποτέ να μην βγαίνεις έξω το βράδυ χωρίς να ξημερώσει, γιατί, αν δε μου σήκωνες το παιδί μου, θα σου έκανα κακό.
Τότε ο γέρος σκέφτηκε πως ήταν σατανικό πνεύμα. Κάνει το σταυρό του και γυρίζει σο χωριό. Δεν πήγε για τα ζωντανά του στο Σωρό, μόνο έπεσε στο κρεβάτι δυο μέρες κάνοντας το σταυρό του και την προσευχή του.
Κι άλλες ιστορίες είχαν γίνει εκείνα τα χρόνια με πονηρά πνεύματα και νεράιδες.
Ο γέρος αυτός ήταν πολύ θρήσκος και, όταν εβρέθηκε η εικόνα της Αγια-Σοφιάς, αυτόν ονείρεψε τρεις φορές και αυτός τη βρήκε σκάβοντας στο μέρος που του είπε η αγία.

 

Επιστροφή  

  στα Παραμύθια