Μαρία Φαρούπου Τάξη Γ'

 

  Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, που δεν έκαναν παιδιά και, αν σε ένα χρόνο δεν έκαναν ένα παιδί, θα έχαναν το θρόνο τους. Μεγάλη στενοχώρια είχε πιάσει το βασιλιά και συνέχεια σκεφτότανε τι να κάνει.
Μια μέρα στην εξοχή, εκεί που καθότανε και σκεφτόταν τι μπορούσε να κάνει, πέρασε ένας γέροντας και τον ρώτησε:
-Τι έχεις, βασιλιά μου, και φαίνεσαι στενοχωρημένος;
Ο βασιλιάς του είπε τον πόνο του και ο γέρος τότε του έδωσε ένα μήλο και του είπε:
-Δώσ’ το στη βασίλισσα να το φάει και θα κάνει παιδί.
Ο βασιλιάς το πήγε στη βασίλισσα, της το καθάρισε και της το έδωσε να το φάει. Αυτός έφαγε τις φλούδες του μήλου.
Όσο περνούσαν οι μήνες μεγάλωνε η κοιλιά της βασίλισσας και φούσκωνε η γάμπα του βασιλιά, ώσπου πέρασαν εννιά μήνες και ήρθε η ώρα να γεννήσει η βασίλισσα. Την έπιασαν οι πόνοι και, καθώς πονούσε αυτή, πονούσε και η γάμπα του βασιλιά. Ο βασιλιάς δεν άντεχε τους πόνους και, για να τους ξεχάσει, πήγε τρέχοντας στο βουνό. Εκεί που πήγαινε ένα αγκάθι του έσκισε τη γάμπα και από μέσα βγήκε ένα κοριτσάκι. Αυτός δεν κατάλαβε τι συνέβη και γύρισε στο παλάτι, αφού πια δεν πονούσε. Η γυναίκα είχε γεννήσει ένα όμορφο αγοράκι. Το κοριτσάκι το βρήκε ένας αϊτός και το μεγάλωσε μαζί με τα αϊτόπουλά του. Πέρασαν τα χρόνια και το κοριτσάκι έγινε μια ωραία κοπέλα, αλλά πάντα έμενε ψηλά στα βράχια. Μια μέρα το βασιλόπουλο πήγε για κυνήγι στο βουνό. Εκεί συνάντησε την κοπέλα και την ερωτεύθηκε, αλλά, όσο και αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να την κατεβάσει από τους βράχους. Γυρνώντας στο παλάτι ρώτησε μια σοφή γριούλα ποια είναι αυτή η κοπέλα και πώς θα την κάνει να κατέβει από τα βράχια. Η γριούλα του είπε να της φέρει μια σκάφη, ένα σακί αλεύρι, ένα κόσκινο κι ένα γουρουνάκι. Πράγματι, το βασιλόπουλο της τα πήγε. Η γριά πήγε κάτω από τα βράχια, έβαλε ανάποδα τη σκάφη, ανάποδα το κόσκινο και προσπαθούσε να κοσκινίσει, ενώ το γουρουνάκι έτρωγε το αλεύρι. Το βασιλόπουλο ήταν κρυμμένο εκεί κοντά και έβλεπε. Η κοπέλα πάνω από τους βράχους φώναζε:
-Αλλιώς, γιαγιά, το κόσκινο αλλιώς και το σκαφίδι και δίωξ’ το γουρουνάκι σου να μην σου τρώει τ’ αλεύρι.
Η γριούλα τής έλεγε να κατέβει να της δείξει και απ’ τα πολλά η κοπέλα κατέβηκε. Τότε το βασιλόπουλο την άρπαξε, την πήγε στο παλάτι και σε λίγο καιρό παντρεύτηκαν και ζούσαν ευτυχισμένοι.
Μια μέρα το βασιλόπουλο χρειάστηκε να κάνει ένα μακρύ ταξίδι. Άφησε τη γυναίκα του με την μάνα του, αλλά αυτή ήταν πολύ κακιά και ζήλευε την κοπέλα και γι’ αυτό, μόλις έφυγε το βασιλόπουλο, την έστειλε σ’ ένα αγρόκτημα να βόσκει χήνες. Όταν κόντευε να γυρίσει το βασιλόπουλο, η μάνα του φόρεσε τα ρούχα της γυναίκας του, ξάπλωσε στο κρεβάτι τους και έκανε την άρρωστη. Όταν την είδε το βασιλόπουλο, τη ρώτησε τι έχει. Αυτή του είπε ότι απ’ τη στενοχώρια της, που έλειπε, έγινε σαν γριά. Το βασιλόπουλο αρρώστησε πραγματικά από την στενοχώρια του.

Μια μέρα ένας υπηρέτης του, που πήγε να τον δει, του είπε ότι μια κοπέλα στο αγρόκτημα με τις χήνες κλαίει συνέχεια και λέει πάντα το ίδιο τραγούδι. Το βασιλόπουλο πήγε στο αγρόκτημα και άκουσε την κοπέλα να τραγουδάει:

Γάμπα ήταν η μάνα μου,
βάτος η μαμή μου,
χρυσός αϊτός με πήρε,
στην κοίτη του με πήγε,
τώρα βόσκω χηνάρια
και ο γιος φιλάει τη μάνα.

Το βασιλόπουλο κατάλαβε αμέσως τι είχε γίνει. Πήρε τη γυναίκα του, γύρισε στο παλάτι, τιμώρησε τη μάνα του και ζήσανε καλά και ευτυχισμένα.

 

Επιστροφή   

στα Παραμύθια