Αντωνία Κανετούνη Τάξη Β'

 

  Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα βασιλόπουλο και είχε έναν υπηρέτη πολύ πιστό. Τον λέγανε Απτάλη. Μια φορά λοιπόν ο Απτάλης είχε πάει σε ένα άλλο μέρος να ψωνίσει και ήταν όλα κλειστά και δε φαινόταν άνθρωπος.
Σε μια άκρη ήταν ένας γέρος που ήταν τυφλός και ο Απτάλης τον ρώτησε:
-Δε μου λες παππού, γιατί είναι όλα κλειστά και δε φαίνεται άνθρωπος;
-Γιατί θα βγει βόλτα η βασιλοπούλα και έχει δώσει διαταγή ο βασιλιάς πως δεν πρέπει να τη δει κανένας. Είναι πολύ όμορφη λένε.
Τότε ο Απτάλης πήγε και κρύφτηκε και περίμενε την άμαξα με τη βασιλοπούλα. Σε λίγο που πέρασε, κούνησε ο αέρας το κουρτινάκι της άμαξας και την είδε και θαμπώθηκε από την ομορφιά της.
Φεύγει λοιπόν και πάει στον αφέντη του και του λέει:
-Μεγαλειότατε, πήγα στο τάδε μέρος (στη Θεσσαλονίκη, ας πούμε) και εκεί ο βασιλιάς έχει μια κόρη που είναι πολύ όμορφη, σαν τον ήλιο.
-Θα πάμε να την πάρουμε, απάντησε το βασιλόπουλο.
-Δε θα μας τη δώσει, λέει ο Απτάλης. Ο πατέρας της κλείνει τα πάντα, όταν περνάει και δεν την έχει δει άνθρωπος ακόμα.
-Εγώ θα πάω να τηνε κλέψω, επέμεινε το βασιλόπουλο.
Φύγανε λοιπόν, πήρανε τα άλογά τους, πήραν και μια άμαξα και πηγαίνανε, πηγαίνανε, χαθήκανε στο δρόμο, καταλήξανε σ’ ένα χάνι, σ’ ένα ξενοδοχείο. Το βασιλόπουλο κουρασμένο, έκανε ένα μπάνιο κι έπεσε να κοιμηθεί. Του Απτάλη δεν του φαινότανε καλό να κοιμηθεί. Πιάνει χαράζει τις φτέρνες του με το μαχαίρι και βάζει αλάτι, για να τον τσούζουν για να μην μπορεί να κοιμηθεί.
Τη νύχτα ήρθανε τρεις νεράιδες και μπήκανε και λέγανε :
-Πάει το βασιλόπουλο να κλέψει τη βασιλοπούλα. Θα την πάρει, αλλά εκεί που θα πάνε να μείνουνε, στο ξενοδοχείο θα πάνε στο βασιλόπουλο καφέ με δηλητήριο και ο Απτάλης θα τόνε πάρει και θα τόνε χύσει, να του κάνει άλλο καφέ. Ο Απτάλης είναι ξυπνητός και το ακούει και, αν το πει, πέτρα και μάρμαρο να γίνει. Μετά θα του κάνουνε φαγητό δηλητηριασμένο και θα το πάρει πάλι ο Απτάλης και θα το πετάξει και θα μαγειρέψει άλλο. Ο Απτάλης είναι ξυπνητός και το ακούει και, αν το πει, πέτρα και μάρμαρο να γίνει. Μετά, εκεί που θα πάνε να κοιμηθούνε, θα μπει ένας μέσα με τα όπλα του, να σκοτώσει το βασιλόπουλο. Ο Απτάλης θα είναι κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι και θα βγει έξω και θα διώξει το δολοφόνο. Ο Απτάλης είναι ξυπνητός και το ακούει και, αν το πει, πέτρα και μάρμαρο να γίνει. Και, αν γίνει μάρμαρο, τότε μόνο θα ζωντανέψει: όταν το πρώτο παιδί που θα κάνουνε, το σφάξουνε από πάνω του και στάξουνε τρεις σταγόνες αίμα.
Ο Απτάλης τα άκουσε όλα αυτά, αλλά τι να πει; Μιλιά.
Φύγανε λοιπόν για τη Θεσσαλονίκη, πήγανε εκεί τη νύχτα, ρίξανε μια ανεμόσκαλα και κλέψανε τη βασιλοπούλα, τη βάλανε σε μια άμαξα και φύγανε. Στο δρόμο πήγανε σ’ ένα ξενοδοχείο να περάσουνε τη νύχτα, κι εκεί τους κάνανε καφέ. Μόλις τον βλέπει ο Απτάλης τον παίρνει και τον χύνει κάτω, για να κάνει άλλο καφέ ο ίδιος για τον αφέντη του. Το βασιλόπουλο θύμωσε, αλλά δε μίλησε, γιατί τον αγαπούσε πολύ τον υπηρέτη του. Μετά τους φέρνουνε φαγητό, αλλά και πάλι ο Απτάλης το αρπάζει και το πετάει και πιάνει και μαγειρεύει άλλο.
Το βασιλόπουλο πάλι νευρίασε:
-Μα τι είναι αυτά που κάνεις, Απτάλη;
Τέλος πάντων δε μίλησε άλλο. Έφαγαν το φαγητό, που τους έφερε ο Απτάλης, και πήγαν να κοιμηθούν . Μόλις πέρασε λίγη ώρα, ο Απτάλης πήγε και κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι με το σπαθί του. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ένας άνθρωπος με το σπαθί στο χέρι, για να σκοτώσει το βασιλόπουλο. Πετιέται ο Απτάλης να κυνηγήσει το φονιά, κι εν τω μεταξύ ξυπνάει και το βασιλόπουλο. Ο φονιάς έχει φύγει και το βασιλόπουλο βλέπει τον υπηρέτη του με το σπαθί στο χέρι.
Τότε του είπε:
-Α, Απτάλη, μας έχυσες τον καφέ, δε σου μίλησα. Μας πέταξες το φαγητό, δε σου μίλησα. Και τώρα ήρθες να με σκοτώσεις; Πες τώρα, γιατί τα κάνεις όλα αυτά;
-Δεν μπορώ να σου πω αφέντη, του απάντησε ο Απτάλης.
-Γιατί δεν μπορείς να μου πεις; ρώτησε το βασιλόπουλο.
-Γιατί θα γίνω μάρμαρο, του είπε ο Απτάλης.
-Πες μου κι ας γίνεις, επέμεινε το βασιλόπουλο.
-Θυμάσαι, μεγαλειότατε, που πήγαμε στο χάνι κι εσύ κοιμήθηκες κι εγώ έσκισα τις φτέρνες μου για να μην κοιμηθώ; Ήρθαν τρεις νεράιδες και έλεγαν…….
Κι άρχισε ο Απτάλης να λέει στο βασιλόπουλο όλη την ιστορία. Αλλά, όπως τα έλεγε, αυτός μαρμάρωνε σιγά σιγά. Μαρμάρωσαν τα γόνατά του, μαρμάρωσε ως τη μέση, άρχισαν τα κλάματα κι οι δυο και το βασιλόπουλο και η βασιλοπούλα:
-Σώπα, σώπα, μη λες άλλα. Εσύ ήσουν τόσο πιστός κι εμείς δε σε πιστέψαμε.
-Τώρα πια, αφέντη, θα τα πω. Δεν μπορώ να τα κρύψω. Αλλά, όταν τα πω, θα μαρμαρώσω ολόκληρος κι, αν θέλετε να ξαναγίνω άνθρωπος, το πρώτο παιδί που θα κάνετε θα έρθετε να το σφάξετε από πάνω μου να στάξουν τρεις σταγόνες αίμα.
Τους είπε για τον καφέ τον δηλητηριασμένο, το φαγητό το δηλητηριασμένο, για αυτόν που πήγε να τον σκοτώσει. Κι έγινε μάρμαρο. Άγαλμα δηλαδή.
Τον φορτώσανε στην άμαξα και τον πήγανε στο σπίτι τους, σε μια κάμαρα. Πέρασε ένας χρόνος, γέννησε η βασιλοπούλα ένα αγοράκι, όμορφο σαν κουκλάκι - όμορφος ο μπαμπάς, όμορφη κι η μαμά! Μα τι να κάνουνε που είχανε δώσει το λόγο τους στον Απτάλη να τονε ξανακάνουν άνθρωπο; Τους είχε γλιτώσει, βλέπεις, από το θάνατο.
Δώσανε λοιπόν το παιδί σ’ έναν άνθρωπο -οι ίδιοι δεν το μπορούσαν να σκοτώσουν το παιδί τους- και του λένε να πάει να το σφάξει πάνω από το άγαλμα και να στάξει πάνω του τρεις σταγόνες αίμα. Το πήρε ο άνθρωπος, αλλά το λυπότανε, γελούσε το μικρό, και σκεφτότανε:
-Μωρέ, για τρεις σταγόνες αίμα θα σφάξουμε το παιδί; Ας του κόψω το δακτυλάκι, για να στάξει από κει το αίμα, μήπως και ζωντανέψει έτσι ο Απτάλης.
Κι έτσι κι έγινε. Κόβει το δακτυλάκι του μωρού, στάζουν τρεις σταγόνες αίμα στο άγαλμα, που ξεμαρμάρωσε κι έγινε άνθρωπος. Και πήγε μπροστά στο βασιλόπουλο και τη βασιλοπούλα με ζωντανό τον Απτάλη και το μωρό τους. Μόνο που του είχαν δέσει το χεράκι μ’ έναν επίδεσμο.
Χαρές και πανηγύρια πια και γέλια. Τον Απτάλη τον κάνανε πρωθυπουργό και το παιδί είχε πια κομμένο το δαχτυλάκι του και του το έραψε ο γιατρός, για να το βλέπουν και να θυμούνται την περιπέτεια που έζησαν.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 

Επιστροφή  

 Ι στα Παραμύθια