Γεώργιος Τριαντάφυλλος Τάξη Δ'

 

  Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας γυρολόγος (έμπορος) και γύριζε στα χωριά πουλώντας την πραμάτεια του. Μια μέρα νυχτώθηκε σ’ ένα χωριό και τον πήρε στο σπίτι του να τον φιλοξενήσει ένα φτωχικό ζευγάρι. Η γυναίκα ήταν έγκυος και εκείνη τη νύχτα γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Αφού περιποιήθηκαν το μωρό, το έβαλαν για ύπνο. Ο γυρολόγος κοιμήθηκε σε μια γωνιά δίπλα στο μωρό. Λίγο πριν κοιμηθεί, βλέπει να μπαίνουν στο σπίτι οι Τρεις Μοίρες.
Κάθε μια από αυτές έκανε την ευχή της για το νεογέννητο μωρό. Η πρώτη ευχήθηκε να γίνει πολύ όμορφη, η δεύτερη ευχήθηκε να έχει καλές χάρες και να είναι τυχερή, η τρίτη από τις μοίρες δεν ήξερε τι να ευχηθεί, γιατί τα είχαν πει όλα οι άλλες, γι’ αυτό βλέποντας το νεαρό γυρολόγο να κοιμάται στη γωνία είπε: ---Να παντρευτεί το παλικάρι που είναι στη γωνία. Αυτά είπαν οι μοίρες και έφυγαν.
Ο γυρολόγος ακούγοντας αυτά θύμωσε, έπιασε το μωρό και με δύναμη το πέταξε έξω από το σπίτι πάνω σε ένα δέντρο. Στη συνέχεια πήρε τα πράγματά του και εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι. Οι γονείς του παιδιού ξύπνησαν από τα δυνατά κλάματα του μωρού τους και βγαίνοντας έξω από το σπίτι το είδαν κρεμασμένο από τις πάνες του πάνω στο δέντρο. Αμέσως το κατέβασαν, του περιποιήθηκαν ένα μεγάλο σκίσιμο, που είχε στην κοιλιά και το παιδί σε λίγο καιρό είχε γίνει καλά. Μεγαλώνοντας έγινε μια πανέμορφη κοπέλα.
Περάσανε 16 χρόνια και το γυρολόγο κάθε μέρα τον έτρωγαν οι τύψεις για την τύχη του μωρού, που είχε πετάξει από το παράθυρο, γι’ αυτό αποφάσισε να πάει στο χωριό να μάθει τι έγινε. Στο μεταξύ αυτός είχε γίνει πια πλούσιος, σωστός άντρας και είχε αφήσει γένια. Πήγε στο χωριό. Εκεί δεν τον γνώρισε κανένας. Πήγε στη γειτονιά του κοριτσιού και εκεί, χωρίς να ξέρει, ερωτεύτηκε την κοπέλα, που είχε πετάξει πάνω στο δέντρο. Μετά από λίγες μέρες πήγε και τη ζήτησε σε γάμο από τους γονείς της. Αυτοί δέχτηκαν αμέσως και σε λίγες ημέρες έγινε και ο γάμος.
Το πρώτο βράδυ του γάμου, καθώς ξάπλωσαν να κοιμηθούν, ο γυρολόγος είδε ένα μεγάλο σημάδι στην κοιλιά της γυναίκας του και τι ρώτησε:
-Τι σημάδι είναι αυτό στην κοιλιά σου;
Και αυτή του απάντησε:
-Αχ, πού να σ’ τα λέω, ένας τρελός γυρολόγος τη μέρα που γεννήθηκα με πέταξε πάνω σε ένα δέντρο. Αυτός έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
-Εγώ ήμουνα, της είπε, αλλά το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, γιατί οι μοίρες εκείνο το βράδυ έτσι είχαν αποφασίσει.
Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

 

Επιστροφή  

 Ι στα Παραμύθια